Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2014

Κατά παρέγκλιση κίνηση και σύγχρονη Φυσική. Μέρος Α΄.


Εισαγωγή. Για την κατά παρέγκλιση κίνηση των ατόμων, την οποία περιέγραψε ο Επίκουρος, έχουν γίνει και εξακολουθούν να γίνονται πολλές συζητήσεις. Το θέμα αυτό πυροδότησε έναν νέο κύκλο αντιπαράθεσης ανάμεσα στις δύο διαμετρικά αντίθετες κοσμοαντιλήψεις: την υλιστική και την ιδεαλιστική. Οι αντίπαλοι των υλιστικών αντιλήψεων θεωρούν ότι με την κίνηση αυτή ο Επίκουρος εισήγαγε στην θεωρία του Δημόκριτου την τυχαιότητα και τον ιντετερμινισμό. Με άλλα λόγια υποστηρίζουν ότι ο Επίκουρος εισήγαγε την μή-αιτιοκρατία σε μία θεωρία αρχέτυπο των αιτιοκρατικών θεωριών, την οποία δέχονται ότι την είχε πλήρως αποδεχτεί ο Επίκουρος, και την οποία αυτοί οι ίδιοι επίσης δέχονται, για να σπεύσουν αμέσως μετά να την αποψιλώσουν από το βασικώτερο της στοιχείο, την αιτιοκρατία. Ομολογουμένως δυσκολεύεται κανείς να παρακολουθήσει αυτόν τον συλλογισμό.
Στο παρόν άρθρο δίδεται μία ορθολογική ερμηνεία της κίνησης αυτής, μία ερμηνεία που επιτάσσει η κοινή λογική, εξηγούμε για ποιους λόγους ενδεχομένως εμπνεύσθηκε αυτήν την κίνηση ο σοφός του Κήπου, ενώ παράλληλα επιχειρούμε μία προσέγγιση διαφορετική από όσες έχουν μέχρι τώρα διατυπωθεί. Υποστηρίζουμε δηλαδή ότι με την κίνηση αυτή ο Επίκουρος άγγιξε τα όρια του κβαντικού στατιστικού καθορισμού. Για να γίνει πιό κατανοητή η θέση αυτή προτάσσεται μία κατ’ ανάγκη εκτενής αναφορά σε θέματα και έννοιες της κβαντικής φυσικής με τον πιό απλό δυνατό τρόπο. Έτσι πιστεύουμε ότι ο αναγνώστης θα βγεί διπλά ωφελημένος.
1. Σύγχρονη Φυσική. Σχέση Φυσικής-Φιλοσοφίας. Η Διαμάχη για την Κβαντική Θεωρία.
1.1 Το πολυπρόσωπο της σύγχρονης Φυσικής. Όταν αναφέρεται κανείς στην σύγχρονη Φυσική θα πρέπει απαραίτητα να διευκρινίζει σε ποια ερμηνεία της, δηλαδή σε ποια φιλοσοφική εκδοχή της, γίνεται αυτή η αναφορά. Η κυρίαρχη ερμηνεία είναι αυτή της Κοπεγχάγης ή Ορθόδοξη ή Κλασσική Ερμηνεία, αν και οι δημιουργοί της  Bohr, Heisenberg, Pauli, Born ποτέ δεν διεκδίκησαν κάποια συγκεκριμένη ονοματολογία για την θεωρία τους. Παράλληλα προς την Σχολή αυτή και σε τελείως αντίθετη φιλοσοφική κατεύθυνση αναπτύχθηκε η Ρεαλιστική Σχολή. Οι δημιουργοί της Einstein, de Broglie, Schrödinger, Langevin, von Laue διατυπώνουν την δικιά τους ερμηνεία στηριζόμενοι στην αιτιότητα, στην αιτιοκρατία, στην αντικειμενική ύπαρξη του κόσμου ανεξάρτητα από την παρουσία του ανθρώπου και ανεξάρτητα από τις παρατηρήσεις/μετρήσεις, στην τοπικότητα και στο διαχωρίσιμο, απορρίπτοντας κάθε ιδέα για δράσεις εξ αποστάσεως1.
Η «Ερμηνεία των Πολλών Κόσμων» είναι μία άλλη ερμηνεία. Διατυπώθηκε το 1957 από τον Hugh Everett III και αφού αγνοήθηκε επιδεικτικά από την επιστημονική κοινότητα για μία περίπου δεκαετία αναδείχθηκε περί τα τέλη της δεκαετίας του ’70 από τον Bryce de Witt. Σύμφωνα με αυτήν την ερμηνεία η περίφημη κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης ή αναγωγή της κυματοδέσμης2,3 δεν συμβαίνει, αλλά κάθε δυνατό αποτέλεσμα από την δεδομένη κβαντική κατάσταση πραγματώνεται, το καθένα σ’ έναν διαφορετικό κόσμο. Έτσι δημιουργείται ένας τεράστιος αριθμός κόσμων ή συμπάντων, που συνήθως δεν επικοινωνούν μεταξύ τους, σε καθέναν από τους οποίους λαμβάνει χώρα, υποστασιοποιείται κάθε ένα από τα πιθανά αποτελέσματα της κυματοσυνάρτησης. Έτσι όσον αφορά στο παράδοξο της γάτας του Schrödinger σ’ έναν κόσμο η γάτα θα είναι ζωντανή, ενώ σ’ έναν άλλον η γάτα θα είναι νεκρή, και όχι ταυτόχρονα νεκρή και ζωντανή όπως θα ήθελε η ερμηνεία της Κοπεγχάγης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο αναβιώνει μία μορφή ντετερμινισμού ενώ η θεωρία αυτή δίνει τις ίδιες προβλέψεις με την κβαντική θεωρία. Έχει φανατικούς όσο και διακεκριμένους οπαδούς όπως τους John Gribbin, David Deutch και Stephen Hawking, όσο και φανατικούς πολέμιους. Φαντάζει παράδοξη σ’ εμάς τους μη ειδικούς, αλλά είναι ένα από τα λιγότερο παράδοξα που συναντάει κανείς στην Κβαντική Μηχανική4.
Μία άλλη σημαντική ερμηνεία είναι αυτή του Bohm (Ερμηνεία του Bohm ή Μηχανική του Bohm). Ο David Bohm, Κοπεγχιανών αντιλήψεων  αρχικά, μετεστράφη όταν γνωρίστηκε με τον Einstein στο Princeton, υπέστη διώξεις για τις πολιτικές του ιδέες την εποχή του Μακαρθισμού, οπότε και εγκατέλειψε τις ΗΠΑ. Η ερμηνεία του Bohm είναι μια θεωρία κρυμμένων μεταβλητών5, άρα αιτιοκρατική, η οποία δίδει τις ίδιες προβλέψεις με την ερμηνεία της Κοπεγχάγης. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο David Bohm, ο οποίος αναβίωσε παλαιώτερη θεωρία του de Broglie, κατάφερε εκείνο το οποίο εθεωρείτο αδύνατο: κατέρριψε και έστειλε στο βασίλειο των σκιών το θεώρημα του von Neumann, σύμφωνα με το οποίο δεν υπήρχε καμμία δυνατότητα να συμπληρωθεί η κβαντική θεωρία με καμμία θεωρία κρυμμένων μεταβλητών, η οποία θα περιέκλειε την αιτιότητα, και θα έδιδε ταυτόχρονα τις ίδιες προβλέψεις με αυτήν της Κοπεγχάγης. Το θεώρημα αυτό χρησιμοποιούσαν σαν φόβητρο επί σειράν ετών οι της Κοπεγχάγης και του Göttingen για να εξουδετερώνουν και να απομονώνουν τους επιστημονικούς τους αντιπάλους, λειτούργησε δε, μάλλον αποτελεσματικά, σαν ένα ισχυρό ανάχωμα στις πιέσεις των αιτιοκρατών. Ο Bohm πέτυχε το θεωρούμενο ανέφικτο, πλήρωσε όμως υψηλό τίμημα αφού θυσίασε την τοπικότητα προκειμένου να διατηρήσει τον ρεαλισμό και την αιτιοκρατία. Την θεωρία του Bohm ακολούθησαν κι άλλες θεωρίες κρυμμένων μεταβλητών.
Υπάρχουν πολλές ερμηνείες, παρέλκει, όμως, να τις αναφέρουμε εδώ. Εκείνο που πρέπει να επισημανθεί είναι το πολυπρόσωπο της σύγχρονης Φυσικής, ώστε να διαλυθεί η σύγχυση να ταυτίζεται αυτή με μία μόνον ερμηνεία, αυτήν την Κοπεγχάγης, όσο προβεβλημένη και επιβληθείσα και εάν είναι η συγκεκριμένη θεωρία.
1.2 Αιτιοκρατία. Μία άλλη σύγχυση που πρέπει να διαλυθεί αφορά στην αιτιοκρατία. Εκτός από την κλασσική μορφή αιτιοκρατίας (μηχανιστική ή Λαπλασιανή), η οποία χαρακτηρίζει τα μηχανικά φαινόμενα, υπάρχουν η δυναμική αιτιοκρατία, η οποία χαρακτηρίζει τα ηλεκτρομαγνητικά φαινόμενα και την σχετικιστική θεωρία της βαρύτητας, όπως και οι στατιστικές μορφές αιτιοκρατίας (κλασσικός και κβαντικός στατιστικός καθορισμός). Σύμφωνα με τον τελευταίο ο κόσμος του μικρού συνιστά μία πολυδύναμη, πολυσύνθετη πραγματικότητα δυνάμει (κατά την Αριστοτελικήν έννοιαν) καταστάσεων, οι οποίες πραγματώνονται, υποστασιοποιούνται, μετασχηματίζονται σε ενεργεία (απτές, πραγματικές) ανάλογα με τις εσωτερικές συνθήκες/ αλληλεπιδράσεις του κβαντικού συστήματος / στατιστικού συνόλου και ανάλογα με τις εξωτερικές συνθήκες (αλληλεπιδράσεις με το περιβάλλον/μέτρηση). Οι μετασχηματισμοί αυτοί είναι μη γραμμικοί, μη αντιστρεπτοί, μη στιγμιαίοι.  Το αποτέλεσμα που θα λαμβάνουμε κάθε φορά από την μέτρηση καθορίζεται από το «παιγνίδι», το «νείκος και την φιλότητα», αυτών των αλληλεπιδράσεων. Επομένως το ότι οι ίδιες αιτίες δεν οδηγούν πάντοτε στο ίδιο αποτέλεσμα δεν σημαίνει την ύπαρξη κάποιας ενδογενούς αυταρχίας (ιντετερμινισμού) στο επίπεδο των μικροφαινομένων, αλλά την ύπαρξη μιας πολυδύναμης, συνθετώτερης μορφής καθορισμού (αιτιοκρατίας) που υπερβαίνει τις κλασσικές μορφές της μηχανικής και της δυναμικής αιτιοκρατίας, του κβαντικού στατιστικού καθορισμού.
Συνεπώς το να ταυτίζει κανείς το σύνολο των μορφών της αιτοκρατίας με μίαν μόνον συγκεκριμένη, την μηχανιστική, η οποία εκ των πραγμάτων είναι ανεπαρκής για τα φαινόμενα του μικρόκοσμου, είναι τουλάχιστον ατυχές6. Διευκολύνει, βέβαια, στην απόρριψη της αιτιοκρατίας και αφορισμούς του τύπου «οι αιτιοκράτες είναι μοιρολάτρες», πλην όμως υποδηλοί μίαν λανθασμένη αντίληψη για την αιτιοκρατία και για την φύση των φαινομένων του μικρού.
1.3 Αρχή της συμπληρωματικότητας. 
Ακρογωνιαίος λίθος της θεωρίας του Bohr είναι η αρχή της συμπληρωματικότητας. Ο Niels Bohr επηρεασμένος από το έργο του Δανού προδρόμου του σύγχρονου υπαρξισμού και της νεορθόδοξης θεολογίας, Søren Kierkegaard και ευρισκόμενος καθ’ όλην την διάρκεια της ζωής του υπό την καθοδήγηση και την επιρροή του Harald Høffding, συνεχιστή του έργου του Kierkegaard, εισηγήθηκε την αρχήν αυτήν στο συνέδριο του Como το 1927. Σύμφωνα μ’ αυτήν, και κατ’ ακολουθίαν προς τις βασικές αρχές των προαναφερθέντων φιλοσόφων, είναι αδύνατη η σύνθεση (με την διαλεκτική έννοια) των αντίθετων κατηγορημάτων ή καταστάσεων της πραγματικότητας, όπως μεγεθών (θέση-ορμή), ιδιοτήτων (σωμάτιο-κύμα), περιγραφών (χωροχρονική-αιτιακή), που ως εκ τούτου είναι συμπληρωματικά και αμοιβαίως αποκλειόμενα κατηγορήματα ή καταστάσεις. Έτσι μία  κβαντική οντότητα, όπως ένα ηλεκτρόνιο, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες θα αναδείξει τις σωματιδιακές του ιδιότητες και κάτω από κάποιες άλλες τις κυματικές, ενώ είναι αδύνατος ο σχεδιασμός ενός πειράματος το οποίο θα αναδεικνύει ταυτόχρονα και τις δύο. Αργότερα ο Bohr  ανήγαγε την αρχή της συμπληρωματικότητας σε γενική οντολογική και γνωσιοθεωρητική αρχή, επεκτείνοντας την και σε άλλους τομείς (Βιολογία, Ηθική, Ψυχολογία), δικαιώνοντας τις τελεολογικές θέσεις του πατέρα του, καθηγητή Φυσιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης Christian Bohr, ενός πιστού Λουθηρανού, ο οποίος με σφοδρότητα είχε αντιταχθεί στην θεωρία του Δαρβίνου. Η αρχή της συμπληρωματικότητας συγκέντρωσε από την πρώτη στιγμή τα πυρά των επιστημονικών αντιπάλων του Bohr. O Einstein θεωρεί ότι η αρχή αυτή δεν μπορεί να αποτελέσει αφετηρία μελλοντικών επιστημονικών εξελίξεων (όπως ακριβώς κι έγινε), ο de Broglie δεν διστάζει να την χαρακτηρίσει βερμπαλισμό, ενώ ο Schrödinger «έχει την αίσθηση της παγωμάρας» τόσο απέναντι σ’ αυτήν την αρχή όσο και για τον ρόλο της επιστήμης γενικώτερα σύμφωνα με τους της Κοπεγχάγης (απλώς καταγραφή των δεδομένων και διατύπωση των τυπικών σχέσεων ανάμεσά τους, αφού ο Κόσμος δεν είναι γνώσιμος για την ανθρώπινη διάνοια). 
Ιδιαίτερα καυστικός απέναντι στον Bohr στέκει ο Karl Popper. Ο μεγάλος αυτός διανοητής προλογίζοντας το βιβλίο του Franco Selleri «Η Διαμάχη για την Κβαντική Θεωρία»  λέει: «Ο Bohr αφού προσπάθησε να μας πείσει για το μη κατανοήσιμο (εννοεί της φύσεως) στην συνέχεια προσπάθησε να εξηγήσει αυτό το «μη κατανοήσιμο», μ’ άλλα λόγια να κάνει κατανοητό το μη κατανοήσιμο. [...]. Ο Bohr προκειμένου να καταδείξει ότι τα πειράματα με σωμάτια και τα πειράματα με κύματα είναι ασυμβίβαστα, ηρέσκετο να αναφέρει το αγαπημένο του παράδειγμα, το πείραμα των δύο σχισμών. Στο πείραμα αυτό παίρνουμε κροσσούς συμβολής, το χαρακτηριστικό γνώρισμα των κυμάτων. Όμως κάθε κροσσός συμβολής χαρακτηρίζει επίσης τις συχνότητες δόνησης ή τις πυκνότητες σωματιδίων, κι αυτό συμβαίνει σε κάθε πείραμα που προσπαθούμε να παγιδεύσουμε ή να παρατηρήσουμε κάποιο κύμα» .
1.4 Αρχή της απροσδιοριστίας ή της αβεβαιότητος. 
Η αρχή της συμπληρωματικότητας βρήκε την μαθηματική της επιβεβαίωση στις σχέσεις απροσδιοριστίας του Heisenberg7. Σύμφωνα με την αρχή της απροσδιοριστίας ή αβεβαιότητας δεν είναι δυνατόν να προσδιορίσουμε με ακρίβεια συζυγή μεγέθη ενός σωματίου ταυτόχρονα. Έτσι όταν γνωρίζουμε την ορμή του σωματίου δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την θέση του (δηλαδή το σωμάτιο είναι παντού) και το αντίστροφο. Το ίδιο ισχύει, και για τις συζυγείς μεταβλητές ενέργεια-χρόνος. Συνεπώς δεν είναι δυνατή η ταυτόχρονη χωροχρονική και αιτιακή περιγραφή των ατομικών φαινομένων. Δεν είναι λοιπόν, καθόλου παράξενο που ο Einstein δυσπιστούσε απέναντι σ’ αυτήν την αρχή. Τα όρια των σχέσεων αβεβαιότητας αμφισβητήθηκαν και αμφισβητούνται. Σύμφωνα με την τελεστική ερμηνεία, η οποία δόθηκε από τον ίδιο τον Heisenberg, το όργανο της μέτρησης διαταράσσει το σύστημα εξαιτίας της πεπερασμένης τιμής του κβάντου δράσης. Έτσι καταστρέφει την δυνατή πληροφορία  για την άλλη συζυγή μεταβλητή. Η ερμηνεία αυτή προϋποθέτει ότι οι δύο μεταβλητές έχουν καθορισμένες τιμές πριν από την μέτρηση. Έτσι ο Heisenberg, έρχεται σ’ αντίφαση με τον ίδιο του τον εαυτό, αφού η θέση αυτή αντιφάσκει με την «αρχή της ανυπαρξίας των μη παρατηρηθέντων μεγεθών», την οποία εισηγήθηκε ο ίδιος.
Σύμφωνα με την στατιστική ερμηνεία οι ανισότητες του Heisenberg δεν αφορούν το εξατομικευμένο σωμάτιο, αλλά ένα στατιστικό σύνολο ταυτόσημων σωματίων, τα οποία βρίσκονται στην ίδια κβαντική κατάσταση. Εξαιτίας των αλληλεπιδράσεων με το περιβάλλον ή με το όργανο της μέτρησης, αλληλεπιδράσεις που έχουν τυχαιακό χαρακτήρα, τα συζυγή μεγέθη εκδηλώνουν στατιστικές διασπορές, οι οποίες εκφράζονται από  τις ανισότητες του Heisenberg. Επομένως οι ανισότητες αυτές δεν είναι τίποτε άλλο παρά σχέσεις διασποράς και η ύπαρξη τους δεν αποτελεί επιχείρημα εναντίον της αιτιοκρατίας, επειδή οι αιτίες των φαινομένων υπάρχουν και είναι γενικά γνωστές, και επειδή επίσης τα φαινόμενα καθορίζονται από τις αιτίες τους (τροποποίηση π.χ. των συνθηκών τροποποιεί  την πιθανοτική κατανομή του στατιστικού συνόλου).  
Ένα άλλο σημαντικό σημείο όσον αφορά τις συγκεκριμένες σχέσεις ανισότητας, είναι η παραβίαση της αρχής της αβεβαιότητας όταν αναφερόμαστε στο παρελθόν του σωματίου. Με μία σειρά απλών συλλογισμών αποδεικνύεται ότι εάν κάνουμε μετρήσεις στο παρελθόν του σωματίου προσδιορίζουμε τα συζυγή μεγέθη με περισσότερη ακρίβεια από  αυτήν που προβλέπουν οι σχέσεις του Heisenberg. Ο Heisenberg παραδέχεται αυτό το γεγονός, πρόσθεσε όμως ότι δεν πρέπει να μας απασχολεί διότι σύμφωνα με τις θετικιστικές του αντιλήψεις8 το παρελθόν δεν είναι πραγματικό. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε το μέγεθος των αντιδράσεων που προκάλεσε μια τέτοια δήλωση.
Συνοψίζοντας, οι σχέσεις του Heisenberg δεν συνιστούν, σύμφωνα με πολλούς φυσικούς και επιστημολόγους, ένα ανώτερο όριο ταυτόχρονου προσδιορισμού της θέσης και της ορμής ή της ενέργειας και του χρόνου. Στους θαλάμους φυσαλίδων, π.χ. μπορούμε να φωτογραφήσουμε το ίχνος ενός μικροσωματίου και να ανασυστήσουμε την τροχιά του στον χώρο. Με βάση τα γεωμετρικά δεδομένα, μπορούμε να υπολογίσουμε τα δυναμικά δεδομένα του σωματίου. Έτσι, η γνώση της θέσης χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό της ορμής, πράγμα που σημαίνει ότι, στην πράξη, δεχόμαστε την ταυτόχρονη ύπαρξη και των δύο και την δυνατότητα να τις υπολογίζουμε με ακρίβεια που μπορεί να ξεπεράσει την προβλεπόμενη από τις σχέσεις του Heisenberg.
Θα κλείσουμε αυτήν την ενότητα παραθέτοντας την γνώμη που είχε για την αρχή της αβεβαιότητας ο διακεκριμένος Αμερικανός φυσικός Richard Feynman: «Αν απαλλαγείτε από όλες τις ιδέες του παρελθόντος και στην θέση τους χρησιμοποιήσετε τις νέες ιδέες της κβαντικής ηλεκτροδυναμικής - προσθέτουμε βέλη για όλους τους τρόπους με τους οποίους μπορεί να πραγματοποιηθεί ένα συμβάν-, τότε δεν θα έχετε ανάγκη από καμμία αρχή αβεβαιότητας!». («QED, Κβαντική Ηλεκτροδυναμική», εκδ. Κάτοπτρο, σελ. 100).
1.5 Φιλοσοφικές επιρροές στην θεωρία του Bohr. Για να επανέλθουμε στον Bohr η επίδραση της συγκεκριμένης φιλοσοφίας που προαναφέραμε, είναι εμφανής και σε άλλα σημεία της θεωρίας του. Έτσι αναγνωρίζονται ομοιότητες ανάμεσα στην φιλοσοφικής προέλευσης «θεωρία του άλματος» και στην υπόθεση των ξαφνικών και απόλυτα ασυνεχών στιγμιαίων περασμάτων από ένα ενεργειακό επίπεδο σ’ ένα άλλο μέσα στα άτομα («κβαντικά άλματα»). Επίσης εδραιώνονται παραλληλισμοί ανάμεσα στον ρόλο του υποκειμένου στην υπαρξιστική φιλοσοφία, και στον ρόλο του παρατηρητή, που δεν μπορεί να εξαλειφθεί, στην κβαντομηχανική θεωρία της μέτρησης.
Όσον αφορά στην φυσική πραγματικότητα, ο Bohr πίστευε ότι οι φυσικές ιδιότητες ενός κβαντικού συστήματος εξαρτώνται κατά θεμελιώδη τρόπο από τις πειραματικές συνθήκες, και κυρίως από τις συνθήκες της μέτρησης. Ο Heisenberg, πιστός στον θετικισμό, προχωρεί ακόμη  παραπέρα και διατυπώνει την «αρχή της ανυπαρξίας των μη παρατηρήσιμων ή μη παρατηρηθέντων μεγεθών». Σύμφωνα μ’  αυτήν ένα μέγεθος μη παρατηρήσιμο ή που δεν έχει παρατηρηθεί, δεν υπάρχει, δεν έχει υπόσταση ως την στιγμή που θα το παρατηρήσουμε / μετρήσουμε.
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι η ερμηνεία της Σχολής της Κοπεγχάγης (Σ.Κ.) εκφράζει κυρίως την θετικιστική αντίληψη της γνώσης, ενώ στις ακραίες περιπτώσεις της (Heisenberg, Jordan, κ.α.) συγκροτεί, με  αντιφάσεις, μια ιδεαλιστική αντίληψη για την Φύση.
1.6 Η Ρεαλιστική Σχολή. Η Ρεαλιστική Σχολή (Ρ.Σ.), οι κυριώτεροι εκπρόσωποι της οποίας έχουν αναφερθεί, αμφισβήτησε τα βασικά δόγματα της Σ.Κ. και διατύπωσε μία ρεαλιστική και αιτιοκρατική ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής. Κατά την Ρ.Σ., η κβαντική μηχανική είναι θεωρία στατιστικών συνόλων.
Οι θέσεις της Ρεαλιστικής Σχολής μπορούν να συνοψισθούν στα εξής σημεία:
1. Υπάρχει μία πραγματικότητα ανεξάρτητη από τον παρατηρητή, η οποία συνιστά το ερευνητικό πεδίο της Φυσικής. Κατά συνέπεια οι έννοιες, οι νόμοι, κ.λ.π., της Φυσικής έχουν αντίκρυσμα στον φυσικό κόσμο.
2. Κατά το ρεαλιστικό αξίωμα, τα μικροσωμάτια είναι αντικειμενικές φυσικές πραγματικότητες, ανεξάρτητες από τον παρατηρητή. Συνεπώς οι κβαντικές καταστάσεις έχουν πραγματική ύπαρξη, ανεξάρτητη από το υποκείμενο.
3. Η μέτρηση, και ειδικά η δημιουργία ιδιοκαταστάσεων, δεν είναι «αναγωγή», που προκαλείται από την παρέμβαση κάποιας «συνείδησης», σύμφωνα με την αρχή του ψυχοφυσικού παραλληλισμού. Είναι μία αντικειμενική, μή αντιστρεπτή διαδικασία μετασχηματισμού του κβαντικού συστήματος, η οποία προκαλείται από την αλληλεπίδραση του συστήματος με το όργανο μέτρησης.
4. Η κβαντική μηχανική είναι θεωρία στατιστικών συνόλων. Οι προβλέψεις είναι αντικειμενικές και έγκυρες. Εν τούτοις ο πιθανοκρατικός χαρακτήρας δεν σημαίνει έλλειψη αιτιακού καθορισμού, δοθέντος ότι τα κβαντικά φαινόμενα προκαλούνται από γνωστές φυσικές αλληλεπιδράσεις και διέπονται από νόμους. Η τροποποίηση των συνθηκών, εξάλλου, συνεπάγεται μία διαφορετική πιθανοτική κατανομή, γεγονός που θεμελιώνει την ισχύ, όχι μόνον της αιτιότητας, αλλά και μιάς άλλης μορφής αιτιοκρατίας στον μικρόκοσμο, του κβαντικού στατιστικού καθορισμού, στον οποίο έχουμε ήδη αναφερθεί και αναλύσει.
5. Η σημερινή στατιστική μορφή δεν είναι απαραίτητα πλήρης και οριστική. Η κβαντική κατάσταση ορίζεται από ένα «πλήρες» σύνολο συμβατών παρατηρήσιμων, αλλά η πληρότητα αυτή αφορά το σημερινό επίπεδο της θεωρίας. Μία πληρέστερη περιγραφή θα ήταν δυνατή με την εισαγωγή συμπληρωματικών παραμέτρων, των κρυμμένων μεταβλητών ή λανθανουσών παραμέτρων.
6. Σύμφωνα με την αρχή της σχετικότητας, στην φύση δεν υπάρχουν ταχύτητες ανώτερες από την ταχύτητα του φωτός. Οι φυσικές θεωρίες είναι τοπικές και τα φυσικά φαινόμενα είναι διαδικασίες με χρονικό πάχος. Κατά την Ρ.Σ. μία τοπική και αιτιοκρατική περιγραφή του μικρόκοσμου, θα ήταν κατ’ αρχήν δυνατή. Η υποθετική μη-τοπικότητα της ερμηνείας της Σ.Κ., δεχόμενη την ύπαρξη δυνάμεων άγνωστης φύσης, έξω από τα όρια της σημερινής φυσικής, μας επαναφέρει στην εποχή του Νεύτωνα.

Θα πρέπει να προσθέσουμε ότι ο Einstein πίστευε ότι ο κόσμος είναι κατ’ αρχήν γνώσιμος στον άνθρωπο και ότι είναι δυνατή η διαλεκτική σύνθεση των αντιθέτων και η ανάδυση μιάς ανώτερης πραγματικότητας. Έτσι περιγράφει σωμάτιο και κύμα9.
Η Σχολή αυτή, επομένως, κινείται στον ρεαλισμό-υλισμό.

1.7 Η Διαμάχη για την Κβαντική Θεωρία. Οι φιλοσοφικές διαφορές των δύο Σχολών είναι αγεφύρωτες. Και έτσι ξεσπάει η περίφημη Διαμάχη για την φιλοσοφική ερμηνεία της κβαντικής θεωρίας. Μια διαμάχη, η οποία λαμβάνει χώρα εν μέσω κλίματος γενικευμένης αντιαιτιοκρατίας, η οποία φθάνει μέχρι τα όρια της μαζικής υστερίας, καθολικού αιτήματος ευρέων αστικών στρωμάτων της Γερμανίας του μεσοπολέμου, τα οποία βιώνουν ένα πλήθος κοινωνικών προβλημάτων από την ήττα στον πόλεμο, αισθάνονται το εθνικό τους γόητρο βαρύτατα τρωμένο και ανησυχούν για το μέλλον καθώς βλέπουν τις κινήσεις των Σπαρτακιστών στο Βερολίνο και την επικράτηση της Ρώσικης Επανάστασης10.
Η Διαμάχη είναι ένας σημαντικός σταθμός στην ιστορία της ανθρωπότητας. Δεν αφορά μόνον την επιστήμη. Δεν αφορά μόνον την φιλοσοφία. Δεν είναι μόνον ένας κρίκος στην ατελείωτη αλυσίδα της από αιώνες αντιπαράθεσης ανάμεσα στον υλισμό και στον ιδεαλισμό, μιάς αντιπαράθεσης η οποία θα σταματήσει όταν πάψει να υπάρχει το ανθρώπινο γένος. Πηγαίνει ακόμη πιο πέρα. Εάν οι θέσεις της Σ.Κ.  (ο κόσμος δεν είναι γνώσιμος, άρα μην ερευνάτε την φύση, άρα αφήστε τα πράγματα στην φύση ως έχουν)11 αναχθούν σε κοινωνικό επίπεδο είναι αυτονόητο τί σημαίνουν.  Αφήστε τα κοινωνικά πράγματα όπως έχουν. Ό,τι άρχει θα εξακολουθεί για πάντα να άρχει, και οι εξουσιαζόμενοι θα συνεχίσουν για πάντα να είναι εξουσιαζόμενοι. Η αντίληψη αυτή αναπόφευκτα οδηγεί στην μοιρολατρία και η μοιρολατρία στην υποταγή12.
Αντίθετα η Ρεαλιστική Σχολή πρεβεύει ότι ο κόσμος είναι κατ’ αρχήν γνώσιμος στον άνθρωπο. Για να τον γνωρίσουμε, όμως, πρέπει να τον ερευνήσουμε. Η έρευνα φέρνει την γνώση. Η επιστημονική, όμως, γνώση δεν είναι κάτι το σταθερό, το αμετακίνητο, το αμετάβλητο. Η επιστημονική γνώση του σήμερα μπορεί να αντικατασταθεί αύριο από μία άλλη. Η αιτιοκρατία, δηλαδή, εμπεριέχει το στοιχείο της ανατροπής. Αυτό είναι που φοβάται η άρχουσα τάξη, η κάθε άρχουσα τάξη, και γι’ αυτόν τον λόγο χτυπάει ανελέητα την αιτιοκρατία.
Η Διαμάχη κορυφώνεται το 1935 με το περίφημο νοητικό πείραμα των Einstein-Podolsky-Rosen (EPR), την μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετώπισε η Σ.Κ. μετά από μία ολόκληρη σειρά παραδόξων που διατύπωσαν οι ρεαλιστές προκειμένου να αποδείξουν την μη πληρότητα και τις ασυνέπειες της κβαντικής θεωρίας όπως εκφράζονταν από την Σ.Κ.
Εικοσιεννέα χρόνια αργότερα, στην διάρκεια των οποίων οι φυσικοί όλου του κόσμου προσπαθούσαν να επιλύσουν το «παράδοξο των EPR» ο Ιρλανδός φυσικός John Stewart Bell διατυπώνει το περίφημο θεώρημα του ή ανισότητες Bell. Τα πειράματα που ακολούθησαν, με κορυφαίο εκείνο του Aspect και συνεργατών, δημιούργησαν μία νέα κατάσταση στον χώρο της φυσικής. Η Ρεαλιστική Σχολή, παρά τις δοκιμασίες, βγήκε ενισχυμένη. Χωρίς να απομακρυνθεί από τις βασικές αρχές της, χάρις στο θεωρητικό έργο επιστημόνων και διανοητών, όπως ο Franco Selleri στην Ιταλία, ο Ευτύχης Μπιτσάκης στην Ελλάδα κ.α., εκσυγχρονίζεται, μπαίνει σε καινούρια θεμέλια (Νέος Επιστημονικός Ρεαλισμός) και είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει με αισιοδοξία τα αποτελέσματα από τα εμπειρικά δεδομένα. Αντίθετα η Σχολή της Κοπεγχάγης παρά την φαινομενική της ενίσχυση παρουσιάζει φαινόμενα σταδιακής αποσάθρωσης, ενώ το οπλοστάσιο των επιχειρημάτων της έχει ήδη εξαντληθεί από το 1935.  Οι αντιρεαλιστικές και αντιαιτιοκρατικές θέσεις της Σ.Κ. οδήγησαν σε τέλμα και αδιέξοδο τις εξελίξεις στην σύγχρονη Φυσική. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που ακόμη και υποστηρικτές της αρχίζουν να προβληματίζονται και να αμφιβάλλουν. Έτσι ο Paul Dirac, για τον οποίο ο Einstein είχε πει:  «με τρομάζει σ’ αυτόν τον άνθρωπο η ιλιγγιώδης ισορροπία ανάμεσα στην μεγαλοφυΐα και στην τρέλα», πολέμιος της Ρεαλιστικής Σχολής, ομολογεί το 1975: «Νομίζω ότι ίσως αποδειχτεί τελικά ότι ο Einstein είχε δίκιο, επειδή η παρούσα μορφή της κβαντικής μηχανικής θα μπορούσε να μην θεωρηθεί ως η τελική της μορφή. Υπάρχουν σοβαρές δυσκολίες. [...] Και ακόμη νομίζω σαν πολύ πιθανό ότι σε κάποιο μελλοντικό χρόνο, θα μπορούσαμε να διαμορφώσουμε μια βελτιωμένη κβαντική μηχανική, στην οποία θα υπήρχε μια επιστροφή στην αιτιοκρατία και η οποία, συνεπώς θα δικαιώνει την άποψη του Eisntein» (P.A.M. Dirac, Directions in Physics, Willey-Intescience).
Δεν συμμερίζονταν, όμως, όλοι στην Σχολή της Κοπεγχάγης τους προβληματισμούς του Άγγλου μηχανικού, μαθηματικού και φυσικού. Ωρισμένοι εκπρόσωποι της προκειμένου να δώσουν κάποια λύση στο άλυτο μέσα στα πλαίσια της ερμηνείας της Σ.Κ. πρόβλημα της κβαντικής μέτρησης13, δέχτηκαν την κυριαρχία του πνεύματος επί της ύλης. Κάτω από αυτές τις συνθήκες η παραψυχολογία και ο μυστικισμός βρήκαν πρόσφορο έδαφος για να διεισδύσουν και να εγκατασταθούν στον χώρο της θετικώτερης των επιστημών. Ακολούθησε η Θεολογία. Ωρισμένοι, κάνοντας απίθανα νοητικά άλματα, στην αυταρχία είδαν την απόλυτη ελευθερία επιλογής του σωματίου, άρα την απόλυτη ελευθερία βούλησης του, την οποία στην συνέχεια μηχανιστικά  ανήγαγαν σε απόλυτη ελευθερία βούλησης του ανθρώπου, την οποία θεώρησαν ως δώρο του Υπερτάτου Όντος προς το ανθρώπινο γένος, και άρα απόδειξη της ύπαρξης του Θεού.
Ο Πάπας, ο de Chardin, ο Jeans, o Eddington, γενικώτερα η χριστιανική και η νεοπλατωνική σκέψη, άντλησαν θεμελιώδη επιχειρήματα από συγκεκριμένο χώρο της Μικροφυσικής, αγνοώντας και απορρίπτοντας ό,τι δεν τους ήταν ταιριαστό ή αρεστό. Ο φυσικός ιδεαλισμός, αφού δανείστηκε επιχειρήματα και ιδέες από τον φιλοσοφικό ιδεαλισμό, έδωσε στον τελευταίο νέα επιχειρήματα επενδυμένα μάλιστα με το κύρος μιας επιστήμης αιχμής.
 Οι προβλέψεις του Einstein επαληθεύτηκαν, και μάλιστα με το παραπάνω…

2. Αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι  και αιτιοκρατία.
Από τους αρχαίους Έλληνες φιλόσοφους, σε σχέση με το θέμα το οποίο εξετάζουμε, θα αναφερθούμε στον Δημόκριτο14  και στον Επίκουρο15, οι ομοιότητες και οι διαφορές της φιλοσοφίας των οποίων απετέλεσαν αντικείμενο μελέτης πολλών και διακεκριμένων διανοητών.
          Ο Επίκουρος, ως προς το φυσικό σκέλος της διδασκαλίας του, με τις ατόμους φύσεις και την διαίρεση του χρόνου, του χώρου και της ύλης σε ελάχιστα πρόβλεψε ό,τι και η σύγχρονη φυσική. Ο Επίκουρος είχε δεχτεί την θεωρία του Δημόκριτου για τα άτομα και το κενό, στις κινήσεις, όμως, των ατόμων που περιέγραψε ο Δημόκριτος πρόσθεσε μία άλλη κίνηση με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, τελείως διαφορετική από αυτές του Δημόκριτου, την κατά παρέγκλισιν κίνηση. Για την ερμηνεία της κίνησης αυτής έχει χυθεί πολύ  μελάνι. Πολλοί θεώρησαν ότι με την κίνηση αυτή ο Επίκουρος εισήγαγε τον ιντετερμινισμό και την τυχαιότητα. Είναι όμως έτσι; Ή μήπως αυτές είναι σκέψεις, επιθυμίες και ευσεβείς πόθοι δικοί μας; Ας αρχίσουμε από λίγο πιο μπροστά. 

Όπως είναι γνωστό ο Δημόκριτος διατύπωσε τις βασικές θέσεις της αρχαίας και της νεώτερης υλιστικής οντολογίας: αντικειμενικότητα, αυθυπαρξία, απειρότητα της φύσης στον χώρο και στον χρόνο, κίνηση ως ενδογενή ιδιότητα της ύλης, νομοτελειακό χαρακτήρα των φαινομένων. Κατά τον Δημόκριτο τα άτομα διαθέτουν εγγενώς την δυνατότητα να κινούνται. Η προαιώνια αυτή κίνηση χαρακτηρίζεται ως παλμός και είναι χαοτική προς όλες τις κατευθύνσεις. Κι αυτό επειδή στο κενό δεν υπάρχει κάποια προνομιούχα κατεύθυνση, αφού στο κενό δεν υπάρχει άνω ή κάτω, αρχή, μέση ή τέλος. Άρα το κενό χαρακτηρίζεται ως ομοιότροπο, γεγονός που επιβεβαιώνεται και από την σύγχρονη επιστήμη. Όταν τα άτομα φυλακίζονται μέσα στα σύνθετα σώματα, αυτός ο παλμός δεν εξαφανίζεται, αλλά παρουσιάζεται ως επιτόπια ταλάντωση16. Η θεμελιώδης αυτή κίνηση οδηγεί στις υπόλοιπες παράγωγες κινήσεις, οι οποίες δημιουργούνται από την σύγκρουση των ατόμων μεταξύ τους. «Πάντα τε κατ’ ανάγκην γίγνεσθαι, της δίνης αιτίας ούσης της γενέσεως των πάντων, ήν ανάγκην λέγει». Οι συγκρούσεις μεταξύ των ατόμων αλλάζουν την φορά, την κατεύθυνση και την ταχύτητα τους με συνέπεια την ένωση των ατόμων σε σύνθετα σώματα ή και αμοιβαία απώθησή τους. Οι ίδιες συγκρούσεις μπορεί να οδηγήσουν και στην διάλυση των σύνθετων σωμάτων. Η κίνηση κάθε ατόμου σε μία δεδομένη στιγμή είναι συνισταμένη της κίνησης που έλαβε από το πιο πρόσφατο χτύπημα του και της δικής του προηγούμενης κίνησης, η οποία με την σειρά της είναι αποτέλεσμα δύο συνιστωσών κ.ο.κ. ως το άπειρο. Πρόκειται για μια αλυσίδα κινήσεων και χτυπημάτων καθαρά μηχανιστική, η οποία δίνει το δικαίωμα στον Δημόκριτο να υποστηρίξει ότι η κίνηση, η θέση και ο προσανατολισμός ενός ατόμου σε κάθε δεδομένο χρόνο προδιαγράφεται μέσα στην ιστορία των κινήσεων αυτού του ατόμου σε συνδυασμό με την ιστορία των κινήσεων όλων των ατόμων με τα οποία ήρθε σε επαφή. Η συλλογιστική επομένως του Δημόκριτου είναι αυστηρά ντετερμινιστική. Η μηχανιστική, όμως, αντίληψη είναι ανεπαρκής για να εξηγήσει το πολυσύνθετο των φαινομένων του μικρόκοσμου. 


Ο Επίκουρος, είτε γιατί αντελήφθη αυτήν την ανεπάρκεια, είτε από απέχθεια προς κάθε τι το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί προκαθωρισμένο, εισήγαγε στην θεωρία του Δημόκριτου την καινοτόμο ιδέα της σε απροσδιόριστο χώρο και χρόνο κατά παρέκκλιση από την κατακόρυφο κίνησης των ατόμων. Όχι γιατί τα άτομα σαν σταγόνες βροχής θα έπεφταν από πάνω προς τα κάτω και δεν θα υπήρχε δυνατότητα να σχηματισθούν συνθετότερα σώματα και ο Κόσμος στο σύνολό του. Είδαμε ότι ο Δημόκριτος με τις κινήσεις των ατόμων που περιέγραψε ερμήνευσε ικανοποιητικά την δημιουργία πολυπλοκώτερων ενώσεων, αλλά και των ουρανίων σωμάτων και των άπειρων κόσμων του Σύμπαντος17. Στο κενό δεν υπάρχει επάνω και κάτω. «Ο Δημόκριτος, σημειώνει ο R. Baccou, θα χαμογελούσε με μία τόσο παιδαριώδη αντίληψη» (R. Baccou: Histoire de la science grecque, Aubien, Paris, 1951, σελ. 229-231). Είναι, λοιπόν, φανερό, ότι δεν ευσταθεί η παραπάνω ερμηνεία. Με την κατά παρέγκλιση κίνηση των ατόμων ουσιαστικά ο Επίκουρος άγγιξε τα όρια του κβαντικού στατιστικού καθορισμού, που κατά τρόπο πλέον επιστημονικό περιγράφηκε από τους σύγχρονους ρεαλιστές. Η σκέψη του Επίκουρου ήταν καθαρά αιτιοκρατημένη. Και αυτό τεκμαίρεται εάν ανατρέξουμε στο ηθικό σκέλος της διδασκαλίας του. Ο Επίκουρος ήθελε να απαλλάξει τον άνθρωπο από δεισιδαιμονίες και προλήψεις, από τον φόβο απέναντι στην κοσμική και υπερκόσμια εξουσία, ήθελε να δείξει ότι ο Κόσμος λειτουργεί με βάση τους φυσικούς νόμους, τα κατά τον Ηράκλειτον μέτρα, ότι συνεπώς υπάρχει μια λογική αλληλουχία αιτίου και αποτελέσματος και καθορισμός του αποτελέσματος από το αίτιο ή τα αίτιά του. Έτσι θα απάλλασσε τον άνθρωπο από το μεταφυσικό άγχος του θανάτου, θα τον έκανε ευτυχή, ελεύθερο, ατρόμητο μπροστά στους ορατούς ισχυρούς αυτού του κόσμου και στους αόρατους του άλλου. Η αυταρχία, η έλλειψη καθορισμού ήταν έννοια  ξένη στην σκέψη του Επίκουρου. Ιστορικά έχει αποδειχθεί, όπως είδαμε στις προηγούμενες ενότητες, ότι η αντιαιτιοκρατία οδηγεί τελικά στον ιδεαλισμό. Και ο,τιδήποτε άλλο εκτός από ιδεαλιστής θα μπορούσε να ήταν ο Επίκουρος. Διότι εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, αυτό: 1) θα ακύρωνε την θεωρία του Δημόκριτου, μία θεωρία αυστηρά ντετερμινιστική. Ταυτόχρονα ο Επίκουρος θα ήταν ανακόλουθος με τον ίδιο του τον εαυτό, από την μιά μεριά να δέχεται την διδασκαλία του Δημόκριτου και από την άλλη να την αναιρεί. 2) θα αυτοϋπονόμευε την ίδια του την διδασκαλία, αφού δίδασκε ότι για όλα τα πράγματα υπάρχει εξήγηση, ότι τα φυσικά φαινόμενα οφείλονται σε φυσικά αίτια και μόνον. 3) θα τύχαινε κι αυτός και το έργο του μεταχείρισης τελείως διαφορετικής από αυτήν που του επιφυλάχθηκε.
          Όσον αφορά την τυχαιότητα το τυχαίο δεν είναι άρνηση της αιτιότητας και του καθορισμού. Το τυχαίο βρίσκεται σε μία διαλεκτική σχέση αντίθεσης, ταυτόχρονα όμως και σύνθεσης με την αναγκαιότητα, την οποία προϋποθέτει, επικαλύπτει, και της οποίας, με μία αντίθετη έννοια, μπορεί να αποτελεί το υπόβαθρο. Οι δυναμικοί νόμοι συχνά είναι το συνολικό αποτέλεσμα ενός τεράστιου  αριθμού τυχαίων συμβάντων. Με μία αντίθετη έννοια, το τυχαίο επικαλύπτει, κάτω από την φαινομενικά χαοτική μορφή του, δυναμικές διαδικασίες. Κάθε τυχαία αλληλεπίδραση έχει τις αιτίες της και τους καθορισμούς της. Όπως ήδη έχουμε αναφέρει, η στατιστική κατανομή αφορά ένα στατιστικό σύνολο. Το γεγονός ότι κάθε φορά πραγματώνεται τούτη ή εκείνη η διαφορετική κατάσταση μπορεί να αποδοθεί στις τυχαίες διακυμάνσεις των εσωτερικών μεταβλητών και των εξωτερικών παραμέτρων. Μία τροποποίηση αυτών των τελευταίων, τροποποιεί την στατιστική κατανομή, πράγμα που αποδεικνύει τον αιτιακό και καθορισμένο χαρακτήρα του κβαντικού τυχαίου. Συνεπώς το τυχαίο δεν είναι ούτε αναίτιο ούτε ακαθόριστο. Με την διαφορά ότι ο καθορισμός αυτός είναι πλέον πολυδύναμος, πλέον πολύπλοκος, πλέον πολυσύνθετος, όπως ακριβώς είναι και η φύση του μικρού.  Εάν, λοιπόν,  θεωρήσουμε ότι ο Επίκουρος εισήγαγε στην θεωρία του Δημόκριτου την τυχαιότητα, δεν θα πρέπει να θεωρήσουμε ότι εισήγαγε κάτι ξένο ως προς την ουσία της θεωρίας αυτής. Ο Πατριάρχης της αρχαίας και της σύγχρονης υλιστικής κοσμοαντίληψης άνοιξε τον δρόμο για μία ορθολογιστική, αντικειμενική κατανόηση του κόσμου. Ο Επίκουρος έδωσε μία ποιοτικά διαφορετική διάσταση στην αντίληψη αυτή. Χωρίς να αναιρέσει την θεωρία του Δημόκριτου, και μάλιστα το ουσιαστικώτερο της στοιχείο, την αιτιοκρατία, την απάλλαξε από τα στενά, ασφυκτικά και ανεπαρκή για την κατανόηση του μικρόκοσμου πλαίσια των μηχανιστικών αντιλήψεων. Ο Επίκουρος έστω και διαισθητικά άγγιξε τα όρια της κβαντικής στατιστικής μορφής της αιτιοκρατίας.
          Συμπερασματικά η συλλογιστική του Επίκουρου ήταν και αιτιακή και αιτιοκρατημένη. Με την κατά παρέγκλιση κίνηση  συμπλήρωσε και ενίσχυσε την θεωρία του Δημόκριτου εκτινάσσοντας την ατομική θεωρία σε ύψη που μόνον οι σύγχρονες προοδευτικές κοσμοαντιλήψεις έχουν φθάσει. Ταυτόχρονα έδωσε στο μέλλον μία προοπτική τελείως διαφορετική από εκείνο το μοιρολατρικό, όσο και προβεβλημένο «το πεπρωμένον φυγείν αδύνατον». Το μέλλον, μέσα στα πλαίσια κάποιου ζητήματος που εξετάζουμε, καθορίζεται πιθανοκρατικά, της κάθε πιθανής εκβάσεως εξαρτώμενης από την αλληλεπίδραση παραγόντων, που έχουν σχέση μ’ εμάς τους ίδιους, με παράγοντες του κοινωνικού, ακόμη και του φυσικού περιβάλλοντος. Συνεπώς μπορούμε να το επηρεάσουμε και να το καθορίσουμε σε μεγάλο βαθμό. Ο Επίκουρος με την μεγαλοφυή σύλληψη της κατά παρέγκλιση κίνησης απάλλαξε τον άνθρωπο από τα δεσμά της μοιρολατρίας και της υποταγής, αρκεί, βεβαίως, να κάνουμε κτήμα μας και πράξη τα διδάγματα του μεγάλου αυτού διανοητή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου