Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

Χριστιανισμός: Η ανατομία μιας θρησκείας.

     Η εμφάνιση και η επικράτηση του Χριστιανισμού απετέλεσαν σταθμό στην παγκόσμια ιστορία. Παρά το γεγονός ότι από τότε πέρασαν 2000 χρόνια η θρησκεία αυτή εξακολουθεί και παρουσιάζει ζωτικότητα και με τα δόγματα της επηρεάζει εκατομμύρια ανθρώπους, σε βαθμό μάλιστα αντιστρόφως ανάλογο προς την επιστημονική και τεχνολογική εξέλιξη του αιώνα μας, αν αναλογιστεί κανείς το περιεχόμενο των δοξασιών της. Πώς, όμως, και γιατί εμφανίστηκε ο Χριστιανισμός, ποια είναι τα αίτια που γέννησαν αυτήν την θρησκεία, γιατί παρουσιάστηκε σε μια μικρή και άσημη επαρχία της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, πώς και γιατί ξαπλώθηκε με την γρηγοράδα της φωτιάς σε ξερά χόρτα σ’ ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο, ήταν από την αρχή θρησκεία ή παρουσιάστηκε αρχικά σαν κάτι άλλο, το οποίο μετεξελίχθηκε στην συνέχεια σ’ αυτό που σήμερα λέμε Χριστιανισμό, και εάν έγινε αυτό πώς και γιατί έγινε; Σ’ αυτά τα ερωτήματα θα επιχειρήσουμε να δώσουμε απάντηση σε μία σειρά άρθρων, τα οποία κατ’ ανάγκη θα μονοπωλήσουν την θεματολογία του ιστολογίου για ικανό χρονικό διάστημα.
  Ευκολώτερο για εμάς θα ήταν να ζωγραφίζουμε παστιτσάδες, λαχανοντολμάδες και άλλα εδέσματα με την βοήθεια της σύγχρονης τεχνολογίας, θεωρούμε, όμως, ότι ουσιαστικώτερο και σημαντικώτερο είναι να γνωρίζουμε την πραγματική ιστορία αυτής της θρησκείας, παρά να καταφεύγουμε σε τέτοιου είδους τεχνάσματα, τα οποία φέρνουν το αντίθετο του προσδοκωμένου αποτέλεσμα. Πράγματι, δεν μπορεί κανείς να ασκήσει αποτελεσματική κριτική ή εάν θέλετε και πολεμική στα δόγματα του Χριστιανισμού, εάν δεν βασίζεται πρώτα απ’ όλα στην βαθειά και επιστημονικά τεκμηριωμένη γνώση των όρων και των συνθηκών που γέννησαν και επέβαλαν την συγκεκριμένη θρησκεία. Με εργαλείο τον ορθολογισμό και στηριζόμενοι στις ιστορικές πηγές, χριστιανικές και εξωχριστιανικές, στα έργα διανοητών και ιστορικών, οι οποίοι ανάλωσαν μεγάλο μέρος της ζωής τους μελετώντας το «φαινόμενο» του Χριστιανισμού, προσθέτοντας, όπου χρειάζεται, και την προσωπική μας άποψη, θα επιχειρήσουμε ένα ιστορικό ταξίδι από την αρχή της χρονολογίας μας μέχρι την επικράτηση του Χριστιανισμού ως μοναδικής θρησκείας στο ανατολικό και δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Θα χρησιμοποιήσουμε, επίσης, τα Ευαγγέλια. Αν και παραχαραγμένα, νοθευμένα, πλαστογραφημένα, με πολλές προσθαφαιρέσεις, με πρωθύστερα, δηλαδή με σκόπιμη χρονική μετακίνηση γεγονότων και συμβάντων προκειμένου αυτά να χάσουν το αρχικό τους νόημα, τα Ευαγγέλια είναι πηγές που μπορούν να δώσουν πολύτιμες πληροφορίες. Αρκεί, βέβαια, να έχει κανείς ασκημένο μάτι, κριτικό πνεύμα, φιλολογική κατάρτιση, επιμονή και διάθεση για πολλή δουλειά. Ευτυχώς όλα αυτά μας τα προσφέρουν έτοιμα άνθρωποι, οι οποίοι δούλεψαν σκληρά προκειμένου να ξεχωρίσουν την «ήρα από το σιτάρι», να πετάξουν την σκαρταδούρα και τις νοθεύσεις, και να εξακριβώσουν, συγκρίνοντας τες με άλλες πηγές, ποιες περικοπές των Ευαγγελίων αποτελούν τον πυρήνα πραγματικών γεγονότων, ώστε να εξαχθούν με ασφάλεια τα ανάλογα συμπεράσματα. Άλλωστε μερικές περικοπές «μιλάνε» από μόνες τους. Όπως π.χ. η κατά Λουκάν, ΚΒ 36: «..αλλά νυν ο έχων βαλλάντιον αράτω, ομοίως και πήραν, και ο μη έχων πωλησάτω το ιμάτιον αυτού και αγορασάτω μάχαιραν…». Το εδάφιο αυτό έβαλε σε μπελάδες τους θεολόγους. Οι οποίοι το ερμήνευσαν λέγοντας πως ο Ιησούς είπε στους μαθητές (οπαδούς) του πριν μπουν στην Ιερουσαλήμ τις ημέρες του Πάσχα να έχουν ο καθένας τους από ένα μαχαίρι για να σφάξουν τα αρνιά. Καλή η προσπάθεια των θεολόγων, αλλά το πράγμα μιλάει από μόνο του. Εάν δεχτούμε ότι ο Ιησούς ήταν ενανθρωπισθείς Θεός, τότε θα πρέπει ο Δημιουργός να έχει πολύ χαμηλή εκτίμηση για την νοητική κατάσταση των δημιουργημάτων του, ώστε να χρειάζεται να διευκρινίσει αυτό που και τα πεντάχρονα ξέρουν, ότι δηλαδή πρέπει να έχεις ένα μαχαίρι για να σφάξεις ένα αρνί. Εδώ έχουμε ξεκάθαρα, όπως θα αναλύσουμε και στο οικείο άρθρο, κοφτές, ρητές, κατηγορηματικές, στρατιωτικού τύπου εντολές, εντολές που δεν σηκώνουν αντίρρηση. «Εμπρός, λέει ο Ιησούς στους οπαδούς του,  σε λίγο θα μπούμε στην πόλη (Ιερουσαλήμ). Σηκωθείτε, μην κάθεστε. Έφτασε η ώρα. Να είστε οπλισμένοι ο καθένας σας με ένα μαχαίρι κι εάν δεν έχετε να κάνετε τα αδύνατα δυνατά να το αποκτήσετε, στην ανάγκη να πουλήσετε και τον χιτώνα σας ακόμη. Επίσης, να έχετε μαζί σας τροφή (ξηρά τροφή τριών ημερών που λέμε σήμερα, να μην τρέχουν στα super market διαρκούσης της στάσεως)». Πρόκειται για οδηγίες/εντολές του αρχηγού προς τους συντρόφους του, με τους οποίους σχεδιάζει να ξεκινήσει στρατιωτικό κίνημα μέσα στην καρδιά της τότε Παλαιστίνης. Θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί «καλά με μαχαίρια θα κάνανε την επανάσταση τους, με μαχαίρια θα αντιμετώπιζαν την πάνοπλη ρωμαϊκή φρουρά και τους μπράβους του ιερατείου;». Εύλογο το ερώτημα και η απάντηση είναι προφανής. Ο Ιησούς ήθελε να μπει με άκρα μυστικότητα στην Ιερουσαλήμ (και όχι, βέβαια, «μετά βαΐων και κλάδων»…), για να μην φανερωθούν οι προθέσεις του και αντιδράσουν έγκαιρα και αποτελεσματικά οι ένοπλες δυνάμεις της εγχώριας και της ξένης εξουσίας. Προφανώς οι πυρήνες των οπαδών του μέσα στην πόλη θα είχαν κρυφά αποθηκεύσει «βαρύτερο» οπλισμό, τον οποίο και θα έπαιρναν οι στασιαστές την κατάλληλη στιγμή. Άλλες περικοπές των Ευαγγελίων δεν παρουσιάζουν αυτόν τον βαθμό ευκολίας στην «ανάγνωση» τους. Εκεί χρειάζονται οι ειδικοί, οι οποίοι μπορούν να ξεχωρίσουν πού απαλείφθηκε κείμενο, τι περιείχε το κείμενο που λογοκρίθηκε από τους χριστιανούς αντιγραφείς, που προστέθηκε κείμενο, γιατί προστέθηκε, εάν συνδέεται η προσθήκη αυτή με το πριν και το μετά από αυτήν περιεχόμενο της αντίστοιχης ενότητας του Ευαγγελίου κ.ο.κ. Όλα αυτά τα λέμε γιατί πολλοί διατείνονται ότι δεν πρέπει να πάρουμε καθόλου υπ’ όψιν μας τα Ευαγγέλια, επειδή αυτά είναι κείμενα πίστεως περισσότερο παρά ιστορικά κείμενα. Ένας σοβαρός, όμως, ιστορικός, σαν αυτούς που θα χρησιμοποιήσουμε ως πηγές μας, δεν μπορεί να αγνοήσει κι αυτού του είδους τα κείμενα ακόμη. Ας μην ξεχνάμε ότι και οι παλιότερες και οι τωρινές μυστικές υπηρεσίες και από τα σκουπίδια ακόμη αρύονται πληροφορίες.
Θα επιχειρήσουμε, τώρα μία πρώτη «ανατομική» προσέγγιση της Χριστιανικής θρησκείας δημοσιεύοντας απόσπασμα από το άρθρο του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Ελλάδος Χρυσόστομου, το οποίο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Εκκλησία», αριθμ. 8, 1934,  σ. 57-59 και παρ. και σ. 67, με τίτλο «Πώς αντιμετώπισεν ο Χριστιανισμός το κοινωνικόν πρόβλημα». Ιδού τι γράφει ο τότε αρχιεπίσκοπος Ελλάδος:
«Κατά τας παραμονάς της εμφανίσεως του Χριστιανισμού ο κόσμος διετέλει εις απερίγραπτον κρίσιν. Δεν ήτο απλώς οικονομική η κρίσις εκείνη, αλλά διέσειεν εκ βάθρων το οικοδόμημα της ανθρωπίνης κοινωνίας. Είχε προηγηθή η τελευταία έκπαγλος αναλαμπή του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού δια της ανά τον Ασιατικόν κόσμον με­γαλοπρεπούς, ραγδαίας και νικηφόρου πορείας του Μ. Αλε­ξάνδρου, όστις κατά την παραστατικήν έκφρασιν του Πλουτάρχου, «κατέσπειρε την Ασίαν ελληνικαίς πόλεσι». Μετά τούτο ιδρύθησαν τα ελληνικά κράτη των επιγόνων εν Αιγύπτω και Συρία, ηνώθη δε τότε το πρώτον ο Ελληνισμός εις μίαν απέραντον κοινωνίαν, συνενώσας μεθ' εαυτού πνευματικώς και τον λοιπόν εξελληνισθέντα κόσμον. Μετά μι­κρόν ανεπετάσθησαν πανταχού οι ρωμαϊκοί αετοί, τα σύμ­βολα τής κοσμοκράτορος Ρώμης, ήτις δια σιδηρού κλοιού περιέκλεισεν εν τη απεράντω μοναρχία της τον κόσμον ολόκληρον. Αλλ' ουδέποτε εν τη παγκοσμίω ιστορία η ανθρω­πίνη κοινωνία ευρέθη υπό χειροτέρας συνθήκας της ζωής. Η Ελλάς ιδίως, η άλλοτε πάμφωτος εστία του πολιτισμού, διήρχετο κρίσιν τραγικήν, ιδίως ένεκα της δυστυχίας και της πείνης και της εσχάτης ηθικής καταπτώσεως των Ελ­λήνων, την οποίαν είτε μετά σαρκασμού είτε μετά δυσθυμίας περιέγραψαν οι συγγραφείς της εποχής εκείνης, ως ο Λου­κιανός και ο Μεγαλοπολίτης Πολύβιος. Αλλ' η κρίσις ήτο γενική.
Η θρησκευτική καί ηθική κατάπτωσις είχον παραγάγει γε-νικήν αποσύνθεσιν καί απερίγραπτον αθλιότητα. Εκυριάρχει ο εγωισμός, υπό την αποτομωτέραν μορφήν του, ο εγωι­σμός του Κράτους και ο εγωισμός των επί μέρους προνο­μιούχων ατόμων. Η προσωπικότης του ανθρώπου, η ηθική του ελευθερία, τα φυσικά του δικαιώματα ήσαν εντελώς ά­γνωστα. Το Κράτος εχρησιμοποίει τας πνευματικάς καί ηθικάς δυνάμεις των υπηκόων του εντελώς αυθαιρέτως. Ότι ο άνθρωπος είναι άξιος σεβασμού, αυτός καθ' εαυτόν, ήτο άγνωστον τι. Εξετιμάτο μόνον κατά την εξωτερικήν του θέσιν. Η σημασία του εν τη κοινωνία ήτο το μέτρον της προ­σωπικής του αξίας. Φυσικόν επακολούθημα τοιαύτης αντιλή­ψεως υπήρξε το ότι οι αυτοκράτορες παρουσιάζονται ως η ενσάρκωσις της αγριωτέρας αυθαιρεσίας εν τη χρήση της εξουσίας των, καταπιέζοντες την ανθρωπίνην προσωπικότη­τα των υπηκόων τους... Η αντίθεσις μεταξύ των πλουσίων και των πτωχών ήτο μεγίστη. Κατ' αρχάς οι Ρωμαίοι είχον ε­πιδοθεί μεγάλως εις την γεωργίαν, ήτις είχεν αποβεί κυρία πηγή του πλούτου και της ευημερίας των. Το πλείστον μέρος των πολιτών ήτο γεωργικόν, αλλ' όταν ήρχισαν οι κατακτητι­κοί πόλεμοι της Ρώμης, στρατευόμενοι γεωργοί πολίται κατ' ανάγκην παρημέλουν την επιμέλειαν των αγρών των, αντικαθιστώμενοι υπό δούλων. Μικρόν κατά μικρόν ήρξαντο πωλούντες τους αγρούς των εις τους πλουσίους, είτε προς εξόφλησιν δανείων είτε δι' άλλας ανάγκας, ούτω δε η γη περιήρχετο εις ολίγους ιδιοκτήτας. Κατά τον αυτόν τρόπον περιήρχοντο εις ολίγους πλουσίους γαιοκτήμονας και αι κατακτώμεναι γεωρ­γικαί εκτάσεις, άς το Κράτος αρχικώς είχεν διανείμει εις τους ρωμαίους πολίτας. Ο Πλίνιος επληροφόρησεν ότι η ημίσεια Αφρική ανήκεν εις εξ μόνον γαιοκτήμονας, των οποίων ο Νέρων είχε διατάξει τον φόνον. Διά της συγκεντρώσεως της ιδιοκτησίας της γης εις χείρας ολίγων πλουσίων κατηργήθησαν, μικρόν κατά μικρόν, διάφορα συναφή προς την γεωργίαν επαγγέλματα, οίον η κτηνοτροφία, αντί δε των πρώην γεωργών εγκατέστησαν οι πλούσιοι γαιοκτήμονες κατά χι­λιάδας τους δούλους εις τους απεράντους αγρούς των. Λαμ­βανομένου υπ' όψιν ότι έκαστος δούλος, επωλείτο εν Ρώμη αντί τεσσάρων μόνον δραχμών, ήτο εύκολος η αγορά δού­λων, αλλά οι τέως εργαζόμενοι εις τους αγρούς έμενον χωρίς εργασίαν. Και γενικώς ειπείν οι πτωχοί πολίται έμενον χω­ρίς εργασίαν, διότι διά πάσαν εργασίαν εχρησιμοποιούντο δούλοι. Οι πλούσιοι είχον κατά εκατοντάδας δούλους εργάτας, μαγείρους, καλλιτέχνας, γραφείς, λογίους. Κατήντησε δε να θεωρήται η εργασία ως ανάρμοστος εις ελευθέρους πολίτας. Άλλως τε τοιαύτην περί της εργασίας γνώμην εί­χον και μεγάλοι φιλόσοφοι, ως ο Πλάτων και ο Αριστοτέ­λης, οίτινες δεν ηδύναντο να φαντασθώσιν ότι είναι δυνατή η πνευματική και ηθική ανάπτυξις του ανθρώπου εν μέσω των φυσικών εργασιών, έστω και εκείνων, αίτινες είναι απα­ραίτητοι διά την συντήρησιν του ανθρώπου και τας λοιπάς φυσικάς του ανάγκας. Εντεύθεν περιεφρονείτο η εργασία. Εργάται ήσαν μόνον οι δούλοι.
Ευνόητον δέ ότι η ανεργία επηύξανε την δυστυχίαν των κα­τωτέρων τάξεων και παρήγετο τεραστία αντίθεσις μεταξύ των ολίγων πλουσίων και των απειραρίθμων πτωχών. Οι μεν έζων εν πληθωρική απολαύσει των πάντων, οι δε εν απερι­γράπτω πείνη και αθλιότητι, ποριζόμενοι τον επιούσιον άρτον εξ ελεημοσύνης ή εκ κλοπής και ληστείας. Θα ήτο λίαν μακρόν να περιγράψωμεν την αθλιότητα των πτωχών, σημειούμεν δε μόνον ότι οι τυχόν δανειζόμενοι και μη έχοντες ν' αποδώσωσι το χρέος, εκινδύνευον να χάσωσι την προσωπικήν των ελευθερίαν. Κατά τους ρωμαϊκούς νόμους ο οφει­λέτης, αν δεν επλήρωνεν εντός προθεσμίας 30 ημερών, περι­ήρχετο εις την κατοχήν του έχοντος λαμβάνειν και υπεχρεούτο να εργάζηται παρ' αυτώ, μετά δε την εκπνοήν δευτέ­ρας προθεσμίας ηδύνατο να πωληθή ως δούλος και αυτός και η σύζυγος του και τα τέκνα του.
Τοιαύτη αγρία ήτο η κατάστασις της κοινωνίας κατά την εμφάνισιν του Χριστιανισμού, κατάστασις σκληρότητος και απανθρωπιάς, ανισότητος ελευθέρων και δούλων, πλουσίων και πτωχών. Το χείριστον πάντων ήτο ότι η φρικώδης εκεί­νη κατάστασις, επί αιώνας κρατήσασα, απετέλει καθεστώς, κατά του οποίου ουδείς ετόλμα να εξεγερθή. Ο κόσμος εφαίνετο ανίκανος να εξεγερθή μόνος εκ της συνεχούσης αυτόν απεριγράπτου αθλιότητος, διότι ούτε η θρησκεία, ούτε η φι­λοσοφία, ήκιστα δε η τυραννική απολυταρχία του Ρωμαϊκού Κράτους ηδύναντο ή ήθελον να κινηθώσιν ή είχαν τα μέσα προς μεταβολήν του καθεστώτος».
     Ο μακαριστός ιεράρχης προσεγγίζει αρκετά σωστά το θέμα. Θα λέγαμε ότι θέτει τον δάκτυλον εις τον τύπον των ήλων. Τουλάχιστον δεν μας γέμισε με μεταφυσικές πομφόλυγες. Θα αρχίσουμε την εξιστόρηση του Χριστιανισμού εξετάζοντας πρώτα τα πλαίσια μέσα στα οποία γεννήθηκε η θρησκεία αυτή, δηλαδή σε ποια κατάσταση από άποψη κοινωνική, οικονομική, πολιτική, πολιτισμική, φιλοσοφική, ακόμη και ψυχολογική βρίσκονταν η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία τις παραμονές του Χριστιανισμού, αλλά και σε ποια κατάσταση επίσης βρίσκονταν η μικρή της επαρχία, στην οποία πρωτοείδε το φως της ζωής η νέα θρησκεία.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου