Τετάρτη 9 Απριλίου 2014

Ρωμαϊκή αυτοκρατορία: η παρακμή.



Οι ατέλειωτοι επεκτατικοί πόλεμοι, τους οποίους επί μακρόν διεξήγαγε η Ρώμη, οδήγησαν στον σχηματισμό μιας τεράστιας αυτοκρατορίας, μιας από τις μεγαλύτερες που είχε ποτέ δει ο κόσμος. Τα σύνορά της εκτείνονταν από τον Ατλαντικό ως τον Ευφράτη, και από τον Καύκασο και την Β. Αφρική ως τα σημερινά σύνορα της Γερμανίας και την μισή (νότια) Αγγλία. Για αιώνες η ρωμαϊκή αυτοκρατορία ήταν κοσμοκράτειρα. Αυτή καθόριζε τις τύχες του κόσμου. Δεν άργησε, όμως, να ακολουθήσει την μοίρα όλων των αυτοκρατοριών. Σταδιακά, κυρίως από το τέλος της Δημοκρατίας, άρχισε να παρουσιάζει σημάδια παρακμής. Έναν αιώνα πριν από την εμφάνιση του Χριστιανισμού η παρακμή πήρε διαστάσεις αποσύνθεσης. Οι πόλεμοι έφερναν τεράστια πλούτη στην Ρώμη και στην αριστοκρατία (πολεμικές αποζημιώσεις των νικημένων, φόροι υποτελείας, την κατακτημένη γη, κλπ). Κυρίως, όμως, έφερναν χιλιάδες δούλους. Στα σκλαβοπάζαρα της Αλεξάνδρειας, της Δήλου, της Ρώμης οι πλούσιοι Ρωμαίοι μπορούσαν να αγοράσουν, έναντι εξευτελιστικής τιμής, εκατοντάδες δούλους. Οι δουλοκτήτες, οι οποίοι συνάμα ήταν και μεγαλογαιοκτήμονες, χρησιμοποιούσαν έναν πολύ μεγάλο αριθμό δούλων για την καλλιέργεια των απέραντων κτημάτων τους. Εκεί οι δυστυχείς δούλοι εργάζονταν κάτω από την επίβλεψη και το μαστίγιο του επιστάτη ατέλειωτες ώρες. Τα αφεντικά τους δεν νοιάζονταν για τις ζωές τους, αφού άμα πέθαιναν μπορούσαν εύκολα και γρήγορα να τους αντικαταστήσουν με άλλους φθηνούς δούλους. Έτσι οι γαιοκτήμονες πετύχαιναν μεγάλη σοδιά, και από την απλήρωτη δουλική εργασία μπορούσαν να πουλούν τα γεωργικά τους προϊόντα, κυρίως στάρι, σε χαμηλές τιμές.
           (Πηγή εικόνας:sfrang.blogspot.gr)
  
          Οι μικρομεσαίοι καλλιεργητές, αν και η απόδοσή τους ήταν καλύτερη από την απόδοση των δούλων, αν και διέθεταν πιο προηγμένα γεωργικά εργαλεία από αυτά των μεγαλοκτηματιών, δεν μπορούσαν να αντέξουν στον συναγωνισμό. Οι τιμές των προϊόντων τους ήταν υψηλότερες, με αποτέλεσμα αυτά να μην πουλιούνται. Μετά έρχονταν και κοψοχρονιές, και με το ζόρι μπορούσαν τότε να επιβιώσουν. Στις τέτοιες αντιξοότητες εξυπακούεται ότι οι πλούσιοι γαιοκτήμονες είχαν την δυνατότητα να τα βγάζουν πέρα. Η καλλιέργεια της γης για τους μικρούς παραγωγούς έγινε πλέον ασύμφορη. Σαν αποτέλεσμα εγκατέλειπαν τα χωράφια τους ή τα πουλούσαν στους μεγαλογαιοκτήμονες, κι αυτοί κατηφόριζαν στις μεγάλες πόλεις και κυρίως στην Ρώμη, με την ελπίδα μήπως βρουν εκεί δουλειά. Δουλειές, όμως, δεν υπήρχαν. Και έτσι έμεναν άνεργοι. Ωρισμένοι έκαναν μία ύστατη προσπάθεια να σώσουν το βιός τους και κατέφευγαν στους τοκογλύφους. Η τοκογλυφία, την εποχή εκείνη, είχε γίνει κοινωνική μάστιγα. Πολλοί διάσημοι και «επώνυμοι» της «υψηλής» κοινωνίας, στρατηγοί, αυτοκράτορες και άλλα γνωστά πρόσωπα της ρωμαϊκής ιστορίας, όπως ο Πομπήϊος, ο Αντώνιος, ο Σύλλας, ο Βρούτος, ο Κάσσιος ήταν ξακουστοί μεγαλοτοκογλύφοι. Ο τόκος έφθανε ως και το 70%, και οι συνέπειες για όσους δεν πλήρωναν τα δάνειά τους ήταν πολύ άσχημες. Τους έδιναν μία αρχική προθεσμία 30 ημερών, μετά την άκαρπη εκπνοή της οποίας ο οφειλέτης περιέχονταν στην κατοχή του έχοντος λαμβάνειν και υποχρεούταν να εργάζεται γι’ αυτόν, μετά δε την εκπνοή και μιας δεύτερης προθεσμίας ο δανειοδότης/τοκογλύφος είχε δικαίωμα να πουλήσει σαν δούλους τον οφειλέτη, την γυναίκα του και τα παιδιά του. Ο αρχαίος κόσμος του καιρού εκείνου στέναζε από την τέτοια αναλγησία των τοκογλύφων. Ο Πλαύτος (250-184) τους παρομοιάζει με μαστρωπούς: «Μα την αλήθεια – λέει – εγώ εσάς τους τοκογλύφους δεν σας ξεχωρίζω από τους μαστρωπούς. Αν και οι μαστρωποί το επάγγελμά τους το κάνουν σε απόκρυφα μέρη, εσείς (δανείζετε) μέρα μεσημέρι, μέσα στην αγορά. Με την τοκογλυφία σας γδύνετε τους ανθρώπους, το ίδιο και οι μαστρωποί με την διαφθορά και την πορνεία. Αν και ένα σωρό νόμοι έχουνε ψηφιστεί από τον δήμο, εσείς βρίσκετε πάντα τρόπο και τους καταπατάτε…».
                       (Πηγή εικόνας:www.newsbeast.gr)
          Πολλοί από τους δανειζόμενους για να αποφύγουν τις συνέπειες των «κόκκινων δανείων» της εποχής εκείνης, το έσκαγαν κρυφά με τις οικογένειές τους και πήγαιναν στις μεγάλες πόλεις, όπου ανακατεύονταν με το πλήθος με την ελπίδα ότι δεν θα τους βρουν. Οι μεγαλοκτηματίες, έτσι, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, έβαζαν στο χέρι την γη των μικρομεσαίων παραγωγών, και τα κτήματα τους έγιναν μεγαλοτσιφλίκια, τα latifundia. Στην οικονομική καταβαράθρωση των αγροτών συντέλεσαν κι άλλοι λόγοι. Οι ατέλειωτες στρατεύσεις – οι αγρότες αποτελούσαν την ραχοκοκκαλιά του ρωμαϊκού στρατού –, και κυρίως οι δυσβάστακτοι φόροι. Φόροι, δεκάτη, χαράτσια γονάτιζαν οικονομικά όχι μόνον τους παραγωγούς, αλλά όλες τις λαϊκές τάξεις. Οι φοροεισπράκτορες είχαν γίνει βδέλλες, ο φόβος και ο τρόμος των λαϊκών στρωμάτων. Οι φόροι έπεφταν βροχή, με διάφορα ονόματα ο καθένας, όπως καλή ώρα γίνεται τώρα σ’ εμάς, και όπως πάντα οι πλούσιοι έβρισκαν τρόπους να γλυτώσουν την φορολογία. Ο Πλούταρχος περιγράφει τα βάσανα των λαών της Ασίας (Συρίας, Κιλικίας, Καππαδοκίας): «Την Μικρασία – γράφει – ανείπωτες κι απίστευτες δυστυχίες επίεζαν. Μη μπορώντας να πληρώσουν τους φόρους και τα χρέη τους, οι λαοί της Ασίας πουλούσαν τ’ αγόρια και τα κορίτσια τους και στο τέλος γίνονταν και οι ίδιοι δούλοι, γιατί δεν μπορούσαν να υποφέρουν τα μαρτύρια με τα οποία τους βασάνιζαν οι ρωμαϊκές αρχές» (Λούκουλλος 20).
       (Πηγή εικόνας:kykeon.ning.com
          Μετά τους μικροκαλλιεργητές ήρθε η σειρά των τεχνιτών. Οι μικροαγρότες ήταν οι καλύτεροι τους πελάτες, από την ανάγκη με την βοήθεια πιο προηγμένων, για την εποχή βέβαια, εργαλείων να τα βγάζουν πέρα στον συναγωνισμό τους με τους μεγαλοκτηματίες. Οι τελευταίοι δεν ενδιαφέρονταν ούτε για πιο εξελιγμένα εργαλεία, ούτε καν να αντικαταστήσουν τα φθαρμένα από την πολυχρησία και από τις ζημιές που προκαλούσαν σ’ αυτά οι δούλοι, γιατί έβγαζαν έτσι το άχτι τους για την συμπεριφορά των αφεντικών τους, και δεν ενδιαφέρονταν γιατί είχαν περίσσεια εργατικής, αναλώσιμης και εύκολα αντικαθιστώμενης εργατικής δύναμης. Από το γεγονός αυτό και από το ότι οι ανώτερες τάξεις θεωρούσαν τις τεχνικές επιστήμες σαν άξιες μόνον για δούλους, οι επιστήμες αυτές πισωγύρισαν. Κανένας που είχε ειδικές γνώσεις δεν ασχολείτο με τον σχεδιασμό και την παραπέρα βελτίωση των εργαλείων, αφού αυτά πλέον δεν πουλιόντουσαν. Μόνο τα είδη πολυτελείας, που συντελούσαν στην καλοπέραση και στον έκλυτο βίο των πλούσιων έβρισκαν αγοραστές, φυσικά τους «έχοντες και κατέχοντες». Έτσι οι τεχνίτες των πόλεων άρχισαν σιγά-σιγά να κλείνουν ο ένας μετά τον άλλο τα μαγαζιά τους και να ενώνονται με τις μάζες των άνεργων πρώην μικρομεσαίων καλλιεργητών.
          Ο θεσμός, όμως, της δουλείας κατέστρεψε και άλλα επαγγέλματα. Πολλοί από αυτούς που πουλιόντουσαν σαν δούλοι στην πρωτύτερη ζωή τους ήταν βιοτέχνες ή εργάζονταν σε βιοτεχνικές επιχειρήσεις. Αυτούς οι δουλέμποροι τους ξεχώριζαν και τους πουλούσαν στους μεγαλοβιοτέχνες. Στα εργαστήρια της εποχής εκείνης οι δούλοι αυτοί είχαν την ίδια μοίρα με τους δούλους καλλιεργητές της γης. Έτσι και εδώ τα αφεντικά τους, οι μεγαλοβιοτέχνες, από την φθηνή εργασία των δούλων τους, μπορούσαν να πουλούν τα προϊόντα τους σε χαμηλές τιμές. Οι μικροβιοτέχνες δεν άντεξαν και κατάντησαν κι αυτοί με την σειρά τους «προλετάριοι» (η λέξη χρησιμοποιείται με την έννοια της φτωχομάζας και όχι την έννοια του σύγχρονου προλεταριάτου). Και από έναν άλλο λόγο πάθανε ζημιά και άλλοι επαγγελματίες. Οι εύποροι είχαν στο σπίτι τους εκατοντάδες δούλους διαφόρων ειδικοτήτων. Υπηρέτες, μαγείρους, γραφειάδες, γιατρούς (δηλαδή θεραπευτές), μουσικούς, παιδονόμους, χτίστες, χειροτέχνες, ακόμη και φιλόσοφους. Έτσι πολλούς από αυτούς τους χρησιμοποιούσαν για διάφορες παραγωγικές εργασίες (κατασκευές επίπλων, διαφόρων ξυλοκατασκευών, χειροτεχνημάτων, χτίσιμο κλπ). Η τέτοια, όμως, σπιτική παραγωγή ζημίωνε τα αντίστοιχα επαγγέλματα των ελεύθερων πολιτών και τους οδηγούσε κι αυτούς στην ανεργία και στην ανέχεια. Η αντίθεση ανάμεσα στους  πλούσιους και στους φτωχούς ήταν κάτι παραπάνω από κτυπητή. Οι πτωχοί δεν ήταν απλώς πτωχοί, ήταν απόλυτα εξαθλιωμένοι. Οι πλούσιοι δεν ήταν απλώς πλούσιοι. Κάθε μέρα γίνονταν πλουσιότεροι, ξοδεύοντας τον πλούτο τους για να ικανοποιήσουν τα κάθε λογής καπρίτσια της παραλυσίας τους, της άσωτης και διεφθαρμένης ζωής τους. Θα πρέπει να έχουμε στο νου μας ότι οι οικονομικά δυνατοί της εποχής εκείνης ήταν ανελέητοι. Δεν είχαν κανένα ηθικό φραγμό και, με εξαιρέσεις ωρισμένων, δεν έδειχναν κανένα οίκτο για τους οικονομικά αδύνατους. Θα πει κανείς ότι με την πλουτοκρατία αυτό γίνεται πάντοτε. Τώρα, όμως, τα πράγματα έχουνε (κάπως) αλλάξει. Η εργατική τάξη, ή εν πάση περιπτώσει αυτό που λέγεται εργατική τάξη, είναι μέσα στην παραγωγή, και όχι εξωπαραγωγική όπως ήταν τότε, υπάρχει επαναστατική θεωρία (όση έμεινε δηλαδή), και ίσως κάποτε φανεί και κάποιο επαναστατικό κόμμα. Από τα πράγματα, δηλαδή από τον φόβο κάποιας κοινωνικής εξέγερσης, κάπου – κάπου μέσω των υποτακτικών τους, των πολιτικών που κυβερνούν τις χώρες, παίρνουν κάποια μέτρα για την μικρή και παροδική έστω ανακούφιση των θυμάτων τους, ιδιαίτερα όταν πρόκειται να γίνουν εκλογές. Την εποχή του ξεπεσμού του αρχαίου κόσμου ο μόνος νόμος που επικρατούσε ήταν ο νόμος των θηριοτροφείων. Ιδιαίτερα οι δούλοι κακοπάθαιναν. Δεν ήταν άνθρωποι, ούτε καν ζώα, ήταν res, πράγμα, και τ’ αφεντικά τους μπορούσαν να τους κάνουν ό,τι ήθελαν.
                    (Πηγή εικόνας:kykeon.ning.com) 
    Την εικόνα του πάζλ των ξεπεσμένων συμπλήρωνε μία άλλη κατηγορία πολιτών. Οι χώρες τις οποίες κατακτούσαν οι Ρωμαίοι έχαναν την εθνικότητά τους με την βία. Με εξαίρεση την Ελλάδα και τις άλλοτε ελληνικές αποικίες – οι Ρωμαίοι έδειξαν σεβασμό στον Ελληνικό Πολιτισμό – οι άλλες χώρες στην Μεσόγειο και την Ασία υποχρεώθηκαν να ομιλούν την λατινική γλώσσα. Εθνότητες όπως οι Γαλάτες, οι Ίβηρες, οι Λιγούριοι, οι Νορικανοί και άλλοι, σιγά-σιγά είχαν γίνει Ρωμαίοι. Η ρωμαϊκή διοίκηση και το ρωμαϊκό δίκαιο ήταν παντού υποχρεωτικά. Έτσι σιγά-σιγά τα τοπικά έθιμα και οι τοπικοί θεσμοί εξαφανίζονταν, μαζί τους δε και ο εθνικός χαρακτήρας των κατακτημένων επαρχιών. Μέσα στο απέραντο εκείνο κράτος ένας καινούριος τύπος πολίτη σχηματίσθηκε. Ο πολίτης που δεν είχε πατρίδα, που δεν είχε καμμία εθνικότητα. Τύποις ήταν ρωμαίος πολίτης, στην ουσία όμως δεν αισθάνονταν τέτοιος γιατί ούτε πολίτης ήταν και γιατί στο πρόσωπο της Ρώμης έβλεπε τον εκμεταλλευτή και τον δυνάστη του. Από την άλλη μεριά είχε ξεκοπεί από τις εθνικές του ρίζες, δεν ανήκε πλέον, όπως πριν, στην μία ή στην άλλη εθνικότητα της Μεσογείου και της Ασίας. Η έλλειψη της εθνικής συνείδησης και η έλλειψη της ταξικής συνείδησης στους πληθυσμούς αυτούς έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην μετάλλαξη του Χριστιανισμού, όταν αυτός βγήκε από τα σύνορα της Ιουδαίας, και άρχισε να εξαπλώνεται στις μάζες των «Εθνικών».
          Για τους λόγους που ξεπέσανε οι μάζες και τους οποίους αναφέραμε προηγουμένως, ξεπέσανε σιγά-σιγά και τα λαϊκά στρώματα των κατακτημένων περιοχών: μικροαγρότες, επαγγελματίες, βιοτέχνες κλπ. Στους λόγους αυτούς να προσθέσουμε την αυθαιρεσία και την απληστία των Ρωμαίων διοικητών, οι οποίοι κυριολεκτικά λεηλατούσαν τις κατακτημένες επαρχίες. Έγδυναν τον κοσμάκη και είχαν αναγάγει σε σύστημα την δωροδοκία. Η διαφθορά βασίλευε παντού. Ό,τι μπορούσαν να αρπάξουν οι Ρωμαίοι Έπαρχοι το άρπαζαν δίχως δεύτερη κουβέντα. Ακόμη και ο τελευταίος λεγεωναρίσκος ήταν ένας μικρός τύραννος, ο οποίος με την σειρά του άρπαζε ό,τι γούσταρε. 
                            (Πηγή εικόνας:fridge.gr) 
Από τους λόγους αυτούς χιλιάδες φτωχοποιημένων εγκατέλειπαν την πατρώα τους γη και ενώνονταν στις μεγάλες πόλεις της Μεσογείου και της Ασίας με τους υπόλοιπους απόκληρους της κοινωνίας. Έτσι αφ’ ενός μεν η ύπαιθρος ερήμωνε, κάτι που διευκόλυνε αργότερα τις βαρβαρικές επιθέσεις, αφ’ ετέρου δε μέσα στις μεγαλουπόλεις είχε σχηματιστεί μία μάζα δυστυχισμένων, οι οποίοι άνεργοι όντες, ζούσαν από τις μικρομπαγαποντιές, τις κλεψιές, την ελεημοσύνη, τα κρατικά συσσίτια, πουλώντας την ψήφο τους πότε στην μία και πότε στην άλλη πολιτική παράταξη. Το ηθικό και η ηθική τους ήταν στο χαμηλώτερο σημείο που παρατηρήθηκε ποτέ στην ιστορία. Η μάζα αυτή ήταν στην ουσία όχλος. Από τα πράγματα δεν μπορούσε να παίξει κανένα ιστορικό ρόλο. Είχε βρεθεί έξω από την παραγωγή, είχε γίνει μία τάξη παρασιτική, χωρίς οράματα, ιδανικά, αξίες. Το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν «ο άρτος και τα θεάματα». 
                           (Πηγή εικόνας:www.newsbeast.gr) 
Θεάματα σαν τις μέχρι θανάτου μονομαχίες των δούλων μονομάχων και σαν την κατασπάραξη από τα άγρια θηρία στασιαστών, που είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι. Η μάζα αυτή ήταν ένα λούμπεν «προλεταριάτο». Δεν είχε συνείδηση ταξική, ούτε μπορούσε να συνειδητοποιήσει για ποιους λόγους είχει βρεθεί στην θέση στην οποία βρίσκονταν. Εκτός από μεμονωμένες κοινωνικές και εθνικές εξεγέρσεις, επαναστατική διάθεση δεν υπήρχε. Η τάξη αυτή δεν μπορούσε να ξαναβάλει τους δείκτες της ιστορίας να κινηθούν μπροστά. Δεν μπορούσαν να διανοηθούν την ανατροπή της σάπιας εκμεταλλεύτριας τάξης, δεν μπορούσαν να διανοηθούν να αναλάβουν τα ηνία της εξουσίας οι ίδιοι και να προχωρήσουν στον σχεδιασμό, στην οργάνωση και στην υλοποίηση νέων παραγωγικών σχέσεων που θα ξανάφερναν την κοινωνία και την οικονομία μπροστά. Με το σταμάτημα της δουλείας, και την αναβίωση της αγροτικής οικονομίας, η οποία αποτελούσε την βάση της οικονομίας του αρχαίου κόσμου, αυτήν την φορά πάνω σε υγιείς βάσεις. Όλα αυτά ήταν αδιανόητα όχι μόνο για τους ξεπεσμένους, αλλά και για τους πνευματικούς ταγούς της κοινωνίας. Ήταν μία μάζα δουλόφρων, η οποία επιζητούσε την εύνοια των ισχυρών, ώστε να εξασφαλίσει λίγα ψίχουλα παραπάνω από τα πλούσια τραπέζια των τελευταίων, δηλαδή ουσιαστικά λίγο μεγαλύτερο μερτικό από την απλήρωτη εργασία των δούλων. Και όσες φορές σημειώθηκαν εξεγέρσεις τα αιτήματα ήταν ξαναμοίρασμα της γης και διαγραφή των χρεών. Ακόμη, όμως, κι αν πραγματοποιούνταν τα αιτήματα αυτά, ήταν όροι ανεπαρκείς για την ουσιαστική ανατροπή της κατάστασης. Η κοινωνία στο σύνολό της, πλούσιοι και φτωχοί, είχε κλείσει τα μάτια της και βάδιζε γραμμή για τον γκρεμό. Ολόκληρο το εποικοδόμημα έτριζε. Δεν ήταν μόνον οι κοινωνικές και οικονομικές παράμετροι. Για τους λόγους που εξηγήσαμε οι τεχνικές επιστήμες είχαν οπισθοδρομήσει. Το ίδιο και οι φυσικές επιστήμες, αφού αυτοί που μπορούσαν να τις προάγουν, δηλαδή οι πλούσιοι, τις θεωρούσαν άξιες μόνον για δούλους. Κάθε τι σχετικό με την εργασία και την παραγωγή θεωρείτο ανάξια απασχόληση, ταπεινή, εξευτελιστική. Μόνον ό,τι σχετίζονταν με την καλοπέραση και ό,τι βοηθούσε την απόλαυση της ζωής των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων θεωρούτανε χρήσιμο και σπουδαίο. 
              (Πηγή εικόνας:www.matrix24.gr) 
Ο εκμαυλισμός, η φαυλότητα, η ανηθικότητα, με μια λέξη ο εκφυλισμός είχαν διαποτίσει ως το μεδούλι τις ανώτερες τάξεις, και στην συνέχεια μεταδόθηκαν όπως η ψώρα στα χαμηλώτερα κοινωνικά στρώματα. Η φιλοσοφική σκέψη είχε σταματήσει και οι Ρωμαίοι περιορίστηκαν σε αναμασήματα των Ελληνικών φιλοσοφικών σχολών και ρευμάτων. Ο στωϊκισμός, ο νεοπυθαγορισμός, ο νεοπλατωνισμός δημιουργούσαν ένα σωτηριολογικό μονοθεϊστικό κλίμα, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για την επικράτηση του Χριστιανισμού. Προσωπικότητες όπως ο Απολλώνιος ο Τυαννεύς, ο Περεγρίνος, ο Πλωτίνος μπορούν να θεωρηθούν σαν πρόδρομοι του Χριστιανισμού.
Μάταια ο επικουρισμός προσπαθούσε να φρονηματίσει με τα διδάγματα του τον κόσμο. Αν και είχε επιρροή ακόμη και τον 3ο και τον 4ο αιώνα από την νέα χρονολογία, δεν μπορούσε να αντιστρέψει την πορεία της ανθρωπότητας. Οι νόμοι της κοινωνίας και της Ιστορίας είναι αδυσώπητοι. Νομοτελειακά ο αρχαίος κόσμος οδηγούνταν στην καταστροφή. Το ό,τι δεν έγινε γρήγορα και απότομα αυτό, οφείλεται στο ότι, όπως είπαμε, δεν υπήρχε η τάξη εκείνη η οποία θα έδινε ένα τέλος στον επιθανάτιο ρόγχο του άλλοτε ακμάζοντος αρχαίου κόσμου. Για τους λόγους που είπαμε πιο πάνω και οι τέχνες και τα γράμματα μείνανε πίσω. Από τις τέχνες μόνον τα καλλιτεχνικά θεάματα, τα οποία εξυπηρετούσαν την έκλυτη ζωή των αρχόντων είχαν πέραση, και οι ηθοποιοί που έπαιζαν σε τέτοιου είδους θεάματα είχαν γίνει ονομαστοί, περιζήτητοι και ακριβοπληρωμένοι.
Η κοινωνική διαφθορά είχε φτάσει στο ζενίθ και το θρησκευτικό συναίσθημα, όπως θα δούμε σε επόμενο άρθρο, είχε ξεχυλώσει μέχρι του βαθμού της ανυπαρξίας για τις ανώτερες τάξεις, ενώ στις κατώτερες επικρατούσε η «καφετζοθρησκεία» με την μορφή μάγων, προφητών, θαυματοποιών και άλλων παρόμοιων που αναφύονται σε τέτοιες εποχές και τότε και τώρα. Με επακόλουθο, βέβαια, την μοιρολατρία και την ακόμη μεγαλύτερη υποταγή.
Με το μόνο που οι Ρωμαίοι ασχολήθηκαν συστηματικά ήταν το δίκαιο. Κι αυτό γιατί ήταν υποχρεωμένοι να βάλουν σε μία τάξη το θεσμικό πλαίσιο που αφορούσε τις ανταλλακτικές, τις εμπορικές τους σχέσεις. Έτσι συστηματοποίησαν μία σειρά από νομοθετικούς κώδικες, οι οποίοι αποτέλεσαν την βάση αυτού που έμεινε γνωστό σαν Ρωμαϊκό Δίκαιο. Το Δίκαιο αυτό επέζησε και τους επόμενους αιώνες, και χρησιμοποιήθηκε ακόμη και από την αστική τάξη, γιατί αποδείχτηκε ότι στην πράξη ήταν το καλύτερο σύστημα κανόνων και θεσμών για την προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας. Στα χρόνια της παρακμής οι ανώτερες τάξεις δεν καταπιάστηκαν με την δημιουργία νέων νομοθετικών πλαισίων και τον εμπλουτισμό και την διεύρυνση του υπάρχοντος νομικού καθεστώτος, αλλά περιορίστηκαν μόνο στην κωδικοποίηση των παλιών θεσμών και κανόνων.
Όταν, όμως, ξεκινήσει ο κατήφορος, αυτός δεν έχει σταματημό. Το ένα κακό φέρνει το άλλο. Όταν οι άνεργοι εκαλούντο για στράτευση καθώς είχαν μάθει στην τεμπελιά, και σ’ αυτό έμοιαζαν τις ανώτερες τάξεις, δεν μπορούσαν να συνηθίσουν στην στρατιωτική πειθαρχία. Τα κρούσματα στρατιωτικής απειθαρχίας πλήθαιναν και το αξιόμαχο του ρωμαϊκού στρατού έπεσε χαμηλά. Αντίθετα οι βαρβαρικές φυλές, και ιδίως οι Γερμανοί, διέθεταν πιο πειθαρχημένο και με υψηλώτερο φρόνημα στρατό. Οι αυτοκράτορες σκέφτηκαν να λύσουν το πρόβλημα στην αρχή με εθελοντικό στρατό, μετά με μισθοφόρους από τις κατακτημένες χώρες και τέλος με βαρβαρικούς μισθοφόρους. Η συντήρηση, όμως, ενός τέτοιου στρατού σήμαινε περισσότερους φόρους, οι οποίοι έπεφταν και πάλι στις πλάτες του κοσμάκη. Επί πλέον οι μισθοφόροι δεν ήταν αξιόπιστοι και έφτασε εποχή που αυτοί ανέβαζαν και κατέβαζαν αυτοκράτορες. Το μέτρο πάντως ωφέλησε τον Χριστιανισμό, αφού πολλοί Χριστιανοί κατατάχτηκαν σαν εθελοντές ή μισθοφόροι στον στρατό του Κωνσταντίνου και του έδωσαν την νίκη. Εδώ θα σημειώσουμε το εξής εντυπωσιακό γεγονός. Σε τέτοιο αδιέξοδο είχε φτάσει η αδυναμία συγκρότησης στρατού, ώστε ωρισμένοι αυτοκράτορες όπως ο Αύγουστος, ο Νέρων και ο Μάρκος Αυρήλιος αναγκάστηκαν να διατάξουν τους τσιφλικάδες που είχαν κτήματα στα σύνορα της αυτοκρατορίας να ξεσκλαβώσουν τους δούλους τους για να τους κατατάξουν στον στρατό. Λόγω της ολιγανθρωπίας που παρατηρήθηκε σ’ όλη την αυτοκρατορία ο ρωμαϊκός στρατός συρρικνώθηκε και αριθμητικά. Μη μπορώντας πλέον να κάνουν επιθετικούς πολέμους οι Ρωμαίοι έμεναν ευχαριστημένοι εάν μπορούσαν να φυλάξουν τα σύνορά τους με αξιόπιστους ντόπιους στρατιώτες.

Οι νέες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες είχαν σαν αποτέλεσμα να σταματήσουν οι ατέλειωτες νικηφόρες προελάσεις των Ρωμαίων. 
(Πηγή εικόνας:anoixtosxoleio.weebly.com
Η τέτοια κατ’ ανάγκη φιλειρηνική πολιτική σήμαινε σταμάτημα των επεκτατικών πολέμων. Κι αυτό μεταφράζονταν σε περιορισμό των εσόδων του κράτους από τις χώρες που θα μπορούσαν να κατακτήσουν εάν είχαν την απαραίτητη γι’ αυτόν τον λόγο στρατιωτική δύναμη, και κυρίως λιγόστεμα των δούλων. Οι δούλοι στα σκλαβοπάζαρα έγιναν πλέον και πιο λίγοι και πιο ακριβοί. Οι μεγαλογαιοκτήμονες, τώρα, απασχολούσαν στα τσιφλίκια τους λιγοστούς δούλους και τα latifundia έγιναν βοσκοτόπια. Η οικονομία μετακινήθηκε από την γεωργία στην κτηνοτροφία. Η κτηνοτροφία, όμως, δεν επαρκούσε για να στηρίξει οικονομικά μια τόσο τεράστια αυτοκρατορία. Τα οικονομικά της θεμέλια σείονταν επικίνδυνα. Σαν λύση αρχικά το κράτος και στην συνέχεια οι τσιφλικάδες βρήκαν τον θεσμό της δουλοπαροικίας. Μα και ο νέος αυτός τρόπος της αγροτικής παραγωγής δεν έφερε καμμιά καλυτέρευση και αλλαγή των βιοτικών όρων. Η οικονομία χρειάζονταν ριζοσπαστικές αλλαγές, νέους όρους και συνθήκες στις παραγωγικές σχέσεις, αυτό, όμως προϋπόθετε πρώτα απ’ όλα ριζικές πολιτικές αλλαγές, κάτι που ήταν αδύνατο να γίνει αφού δεν υπήρχε κανένας παράγοντας που θα έφερνε σε πέρας αυτό το εγχείρημα, και θα ξαναγύριζε τους δείκτες της ιστορίας προς την προοδευτική κατεύθυνση. Ο θεσμός των coloni - αγροληπτών ήταν ασπιρίνη στο πρόβλημα της οικονομίας. Κάτι χειρότερο. Στάθηκε κι αυτός εμπόδιο στην παραπέρα ανάπτυξη της τεχνικής γιατί ο αγρολήπτης, καλλιεργώντας ένα μικρό κομμάτι γης που του είχε δοθεί, και δίνοντας το μεγαλύτερο μέρος από την σοδιά στον ιδιοκτήτη, δεν είχε κανένα κίνητρο να καλλιεργήσει εντατικά και με ζήλο την γη που του είχε παραχωρηθεί, παρά μόνο κοίταζε πως θα τα κουτσοβολέψει και πώς θα μπορέσει να ζήσουν αυτός και η οικογένειά του. Η τέτοια μιζέρια του τον ανάγκαζε να μην κάνει μεγάλη οικογένεια. Αλλά και οι πλούσιοι δεν γεννούσαν πλέον παιδιά, γιατί αυτά τους έστεκαν εμπόδιο στις απολαύσεις του έκλυτου βίου τους.
   (Πηγή εικόνας:www.sakketosaggelos.gr) 
Στις μάζες των ανέργων οι οικογένειες είχαν διαλυθεί. Η κοινογαμία είχε γενικευθεί, και τα παιδιά που γενιόντουσαν ή τα πουλούσαν ή τα σκότωναν, και μάλιστα οι ίδιες οι μανάδες τους, ή τα πετούσαν στον δρόμο. Είχε πάρει τέτοιες διαστάσεις το φαινόμενο ώστε το κράτος αναγκάστηκε να πάρει κάποια μέτρα για την προστασία των νόθων παιδιών. Ο πληθυσμός σ’ ολόκληρη την αυτοκρατορία είχε μειωθεί δραματικά. Ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού είχε σκοτωθεί στους ατέλειωτους πολέμους, που τελικά μόνο δυστυχία έφεραν στις λαϊκές μάζες, αλλά πλούτη πολλά στις ανώτερες τάξεις. Η υπογεννητικότητα έρχονταν να συμπληρώσει το κακό. Η ολιγανθρωπία είχε πλέον πάρει ενδημικό χαρακτήρα. Ο ρήτορας και φιλόσοφος Δίων Χρυσόστομος, ο οποίος έζησε στο τέλος του 1ου και στις αρχές του 2ου μ.Χ. αιώνα, μας πληροφορεί πως ο Πηνειός στα χρόνια του «έρρεε δι’ ερήμου Θεσσαλίας» και πως η Αρκαδία ήταν κατεστραμμένη (Ταρσικός Πρώτος, 11-12 r).
Από τον Πλούταρχο μαθαίνουμε πως ο Αμμώνιος παραπονιότανε γιατί στις μέρες του η Ελλάδα ήταν τόσο αραιοκατοικημένη που μόλις και μετά βίας μπορούσε να βγάλει δυό – τρεις χιλιάδες στρατιώτες, όσους δηλαδή έβγαζαν τον καλό καιρό μόνο τα Μέγαρα (Περί εκλελ. μυστηρίων, κεφ. VIII). Ο Δίων, που αναφέραμε πιο πάνω, ναυαγισμένος στο Αιγαίο κοντά στα παράλια της Εύβοιας, όπου βγήκε σε κάποια ακρογιαλιά, μας δίνει την εξής περιγραφή εκείνων που τον περιποιήθηκαν, όπως οι ίδιοι του τα εξιστόρησαν: «Όλη η αγροτική περιοχή ανήκει στην πολιτεία και πληρώνει φόρο. Το πιο πολύ μέρος, αν όχι όλο, το εξουσιάζουν οι πλούσιοι. Σ’ αυτούς ανήκουν τα μεγάλα αγροκτήματα που τα χρησιμοποιούν για βοσκοτόπια και για φύτεμα και σπορά. Όλος ο τόπος, όμως, έχει ρημάξει … Η χώρα είναι ολότελα έρημη και έχει πένθιμη όψη, σαν να ήτανε βαθιά μέσα στην ερημιά κι όχι μπροστά στις πόρτες του κάστρου. Μέσα όμως από το κάστρο της πολιτείας η γη είναι εδώ κι εκεί σπαρμένη κι αλλού είναι βοσκότοπος. Το (παλιό) γυμναστήριο το κάνανε χωράφι κι έτσι τα αγάλματα του Ηρακλή και των άλλων θεών και ηρώων το καλοκαίρι κρύβονται μέσα στα στάχια. Ο ομιλητής (που μίλησε στην Εκκλησία του Δήμου) φέρνει κάθε πρωί τα ζώα του και βόσκουνε μπρος στα δημόσια ιδρύματα … Από την ίδια αιτία μέσα στη χώρα πολλά σπίτια είναι ακατοίκητα κι ο πληθυσμός όλο και λιγοστεύει. Στην ακρογιαλιά του Καφηρέα κατοικούνε μερικοί ψαράδες που ψαρεύουνε κοχύλια της πορφύρας. Όλη η άλλη περιοχή στο μεγαλύτερο της μέρος είναι ακατοίκητη. Άλλοτε όλος αυτός ο τόπος ανήκε σ’ έναν πλούσιο που είχε πολλά κοπάδια από άλογα και βόδια, πολλά βοσκοτόπια, πολλά και καλά χωράφια και μεγάλο βιός. Επειδή, όμως, είχε τόσο πλούτο ο βασιλιάς έβγαλε διαταγή και τον σκότωσαν, κι έτσι σκορπίσανε τα κοπάδια του κι όσα ανήκανε στους τσοπάνους του, κι από τότε όλος ο τόπος μένει έρημος. Μόνο δυό αγελαδάρηδες, ελεύθεροι πολίτες, μείνανε, και τώρα κι αυτοί τρέφονται με το κυνήγι, με λίγα σπαρτά και με λίγο κρέας…» ) (Ευβοϊκός, VII, 223h και παρ.)
Ο ιστορικός Πολύβιος, λίγο μετά την καταστροφή της Κορίνθου (146) γράφει:
«Λέγω δε οίον ούτως έπασχεν εν τοις καθ' ημάς χρόνοις την Ελλάδα πάσαν απαιδία και συλλήβδην ολιγανθρωπία, δι' ην αι πόλεις εξηρημώθησαν... των γαρ ανθρώπων εις αλαζονείαν και φιλοχρημοσύνην, έτι δε και ραθυμίαν εκτετραμμένων, και μη βουλομένων μήτε γαμείν μήτ’ αν γήμωσι τα γενόμενα τέκνα τρέφειν, αλλά μόλις έν των πλείστων ή δύο, χάριν του πλουσίους τούτους καταλιπείν και σπαταλώντας θρέψαι, ταχέως έλαθε το κακόν αυξηθέν (XXXVII 4. 1-8)».
Όμως δεν λιγόστευε μόνον ο πληθυσμός της Ελλάδας και των άλλων μεσογειακών χωρών. Και στην Ιταλία παρατηρήθηκε τέτοια μείωση του πληθυσμού, ακόμη και στην Ρώμη, την καρδιά της αυτοκρατορίας. Ο πληθυσμός της υπολογίζεται πως τα χρόνια του Αύγουστου έφθανε περίπου το ένα εκατομμύριο, για να πέσει στις 600.000 την εποχή των Σεβήρων, και να συνεχίσει να παρουσιάζει πτωτική πορεία τα επόμενα χρόνια. Την ερήμωση της υπαίθρου εκμεταλλεύτηκαν οι βαρβαρικές φυλές, οι οποίες εισέδυαν όλο και πιο βαθιά στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας.
Και άλλη, όμως, συμφορά βρήκε την παραπαίουσα αυτοκρατορία. Τα κρατικά αποθέματα σε μάλαμα και ασήμι λιγόστεψαν, καθώς τα περισσότερα μεταλλεία έκλεισαν γιατί δεν υπήρχαν μεταλλωρύχοι. Έτσι η πολιτεία δεν είχε την δυνατότητα να αγοράζει τρόφιμα από το εξωτερικό, τις χώρες δηλαδή που δεν είχαν προλάβει οι Ρωμαίοι να κατακτήσουν. Οι μεγαλύτερες ποσότητες από τα πολύτιμα μέταλλα που απομείνανε στέλνονταν στην Αραβία και στις Ινδίες για να αγοραστούν είδη πολυτελείας προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες των πλουσίων! Επρόκειτο για μία αυτοκρατορία η οποία κυριολεκτικά αυτοκτονούσε.
Η κατάσταση της αυτοκρατορίας δεν άφησε αδιάφορους τους πνευματικούς ταγούς της εποχής εκείνης. Στοχαστές, διανοούμενοι, ποιητές καταπιάστηκαν με τα προβλήματα του καιρού τους. Όμως το μόνο που κάνανε ήταν να περιγράφουν, με ζωηρά χρώματα είναι η αλήθεια, τα χάλια της κοινωνίας, του κράτους και των θεσμών. Ουσιαστικές, όμως, προτάσεις για την λύση αυτών των προβλημάτων δεν κάνανε, γιατί όπως ήδη εξηγήσαμε, από κανενός το μυαλό, όσο σοφό κι αν ήταν αυτό, δεν περνούσε η ιδέα για ριζικές ανατροπές της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης. «Όταν σε μία περίοδο η κοινωνία φτάσει στην παρακμή και δεν υπάρχει καμμία τάξη προορισμένη από την ιστορία να μπει επικεφαλής και να σπρώξει την κοινωνία σε ανώτερες μορφές ανάπτυξης, τότε όλη η κοινωνία και πιο φυσικά οι απόκληροι της, γυρίζουν προς τα πίσω και βλέπει όχι πια κατάματα την ίδια την ιστορία, μα τα πισινά της», γράφει χαρακτηριστικά ο Γιάνης Κορδάτος στο μνημειώδες έργο του «Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός». Έτσι, λοιπόν, κι αυτοί οι διανοητές αντί να κοιτάξουν προς τα εμπρός, κοίταζαν προς τα πίσω. Οραματίζονταν και αναπολούσαν την παλιά εποχή, τότε που η κοινωνία ήταν ακόμη οργανωμένη σε γένη, και υπήρχε κοινοκτημοσύνη κι όχι το καθεστώς της ατομικής ιδιοκτησίας. Τότε που όλοι οι άνθρωποι ήταν ευτυχισμένοι, όπως οι ίδιοι ομολογούσαν. Κοντά σ’ αυτούς και ο απλός λαός αναπολούσε τις ημέρες εκείνες και ήλπιζε ότι θα έλθει κάποτε εκείνη η παλιά καλή εποχή. Φυσικά με «το κάθε πέρσι και καλύτερα» δεν λύνονται τα προβλήματα. Κανείς πρέπει να κοιτάξει ευθεία, και θαρρετά να πηγαίνει μπροστά για να τα βγάζει πέρα στις αντιξοότητες. Θα παραθέσουμε μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τα έργα εκείνων των ανδρών, ξεκινώντας από τις «Εκλογές» του Βεργίλιου, από τις οποίες θα δημοσιεύσουμε μία εκτενή περικοπή για τον άφθαστο λυρισμό και κυρίως για να καταδείξουμε τον σωτηριολογικό χαρακτήρα της αντίληψης του ποιητή. Ο οποίος εναποθέτει τις ελπίδες του στον Σωτήρα-Λυτρωτή που θα γεννήσει η Παρθένος. (Η μετάφραση είναι του Παναγιώτη Λεκατσά):
«Επιτέλους, ο τελευταίος καιρός της Κυμαϊκής προφητείας έφτασε. Να που ξαναγεννιέται ατόφια η μεγάλη σειρά των αιώνων, να που ξανάρχεται η Παρθένα, να που ξαναγυρ­νάει του Κρόνου η βασιλεία στη γη και που μια νέα γενιά απ' τα ουράνια ύψη κατεβαίνει. Αξίωσε μονάχα εσύ, Λουκίνα αγνή, να 'ρθείς και να βοηθήσεις του Παιδιού τη γέν­νηση, που θα τελειώσει πια μ' αυτή η γενιά του σίδερου και σ' όλη πια τη γη θα ξεπηδήσει το χρυσό το γένος, από τώρα κι εμπρός βασιλεύει ο Απόλλωνας ο αδερφός σου. Κι είναι στον καιρό της υπατείας - σου, ναι, της δικής - σου υπατείας, Πολλίωνα, που αρχίζει ο δοξαστός αυτός καιρός κι οι μήνες του Μεγάλου Χρόνου αρχίζουν τη διαδρομή τους. Αν κάποια της κακίας μας ίχνη μένουνε, θα 'ναι άβλαβα κι οι χώρες θα λευτερωθούν απ' τον αδιάκοπο τρόμο. Το Βρέφος τούτο θα δεχτεί μια θεία ζωή, θα δει τους ήρωες ανάμεσα στους θεούς και θα το δουν ανάμεσα τους· κι αυτό με του πατέρα του τις αρετές θα κυβερνήσει όλη τη γη ειρηνεμένη. Μα πριν απ' όλα η γη, ω Παιδί, ανόργωτη θα σου αναδώσει τα μικρά της δώρα: εδώ πλεγμένο με το νάρδο, τον περιπλα­νώμενο κισσό κι εκεί με το χαμόγελο της άκανθας λωτό σμιγμένον. Τα γίδια μόνα τους θα φέρνουν σπίτι τα μαστάρια ολόγιομα απ' το γάλα τους, και τα κοπάδια των βοδιών δε θα φοβούνται τα τρανά λιοντάρια. Για σε το λίκνο σου από μόνο του μαγικά λουλούδια θ' αναδώσει. 
Και συνάμα θ' αφα­νιστεί το σερπετό, θ' αφανιστεί και το φυτό που κρύβει επί­βουλα φαρμάκια· το άμωμο το ασυριακό σε κάθε τόπο θ' α­ναθάλλει. Μα σαν μπορέσεις να διαβάσεις πιο ύστερα τις πράξεις των ηρώων και των προγόνων σου τα κατορθώματα και να γνωρίσεις τι είναι αρετή, των κάμπων τότε η γύμνια θα ξανθήνει λίγο λίγο απ' τον αθέρα αβρότατων σταχυών, απάνω από τους άγριους θάμνους θα μετεωριστούν τσαμπιά αλικόχρωμα και το σκληρό ξύλο της βαλανιδιάς θα στάζει του μελιού τη δρόσο. Ωστόσο κάποια απομεινάρια ακόμη της παλιάς κακίας θα μείνουν στων ανθρώπων την καρδιά για να τους σπρώξει ν' αναμετρηθούνε πάνω στα καράβια με τη θάλασσα, να ζώνουν με καστρόπυργα τις πολιτείες τους και να χαράζουνε τη γη μ' αυλάκια. Και τότε ποιος Τίφυς θα βρεθεί και ποια δεύτερη Αργώ να μεταφέρει το άνθος των ηρώων. Και πάλι ποιοι θα σηκωθούν, και πάλι θα σταλθεί στην Τροία ενάντια ο μέγας Αχιλλέας. Μα όταν των χρό­νων σου το δέσιμο σ' αντρώσει πια, θ' απαρνηθεί τότε το πέλαο ο ναυτικός και το θαλασσοδρόμο πεύκο δε θα συναλ­λάζει πια πραμάτιες. Ακέρια η γη από μόνη της τα πάντα θ' αναδίνει. Δε θ' ανεχτούνε τα χωράφια τη δικέλα πια κι ούτε τ' αμπέλια πια το κλαδευτήρι κι ο ρωμαλέος αλετρι­στής θα λύσει το ζυγό απ' τους ταύρους. Ετότε δε θα παίρ­νει το μαλλί την ψεύτικη όψη των λογής χρωμάτων· μες στα λιβάδια το κριάρι μόνο του θα παίρνει στό μαλλί το χρώμα της πορφύρας το γλυκό και της οινάνθης και του κρόκου τη χρυσή τη λάμψη κι αυτόματα η λαμπρή του σάνδυκα ερυθρό­τητα θα ντύσει τ' αρνιά στα βοσκοτόπια. Γοργογυρνάτε κλώ­σετε τέτοιους αιώνες, είπανε στ' αδράχτια τους οι Μοίρες με την ανάλλαχτη βουλή των πεπρωμένων συναινώντας. Και τό­τε ανέβα στις ψηλότερες τιμές αυτή θα 'ναι η στιγμή, ώ βλα­στάρι αγαπημένο των θεών, ώ μεγαλόπρεπο του Δία λουλού­δι. Κοίτα τον κόσμο πώς ζυγιάζεται κάτου απ' το κύρτωμα του ουράνιου θόλου και τις στεριές και το άπλωμα των θα­λασσών και το βαθύ γαλάζιο αιθέρα· κοίτα πώς όλα αναγαλλιάζουνε καθώς ζυγώνει ο νέος αιώνας.  Ω, ας ήταν τότε κι οι στερνές οι μέρες της ζωής μου να μακρύνουν, κι ας μου 'μενε αρκετή πνοή για ν΄ ανυμνήσω τα μεγάλα σου έργα! Κανείς με τα τραγούδια του δε θα μπορούσε τότε να με ξε­περάσει... (Εκλογές, IV. 6 και παρ.)».
Πενήντα χρόνια πριν την εμφάνιση του Χριστιανισμού στην Παλαιστίνη, γίνονταν λόγος για το παιδί της παρθένου, που θα έπαιζε τον ρόλο του Λυτρωτή. Βέβαια, εδώ δεν πρόκειται για καμία προαίσθηση της νέας θρησκείας, όπως σπεύδουν περιχαρείς να ερμηνεύσουν οι θεολόγοι. Ο μύθος της παρθενογέννησης (όπως και της ανάστασης) ηρώων, ημιθέων και σημαντικών προσώπων, που στην συνέχεια λατρεύτηκαν σαν θεοί ήταν πολύ διαδεδομένος στους λαούς της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου και της εγγύς Ανατολής.
Ο Οράτιος, πάλι, με πιο προσγειωμένο τρόπο υμνούσε το σύστημα κοινοκτημοσύνης που είχαν οι βάρβαροι λαοί και καταριόταν στα τραγούδια του τα πλούτη που είχαν οι Ρωμαίοι, γιατί αυτά έγιναν αφορμή να υποφέρουν και να δυστυχήσουν οι πολίτες: «Πιο ευτυχισμένος στην ερημιά του είναι ο Σκύθης που σέρνει πάνω σ’ ένα κάρο την περιπλανώμενη κατοικία του. Πιο ευτυχισμένος είναι ο Γέτης. Τα χωράφια  τους χωρίς σύνορα βγάζουν καρπό και η σοδιά είναι κοινή για όλους… Ας φέρουμε στο Καπιτώλιο ή καλύτερα ας πετάξουμε στην γειτονική θάλασσα αυτά τα μαργαριτάρια, αυτά τα διαμάντια, αυτό το άχρηστο χρυσάφι που είναι η αρχή όλων των κακών» (Ωδ. III. 24).
Και ο Σενέκας, σε μία από τις «Επιστολές» του γράφει μεταξύ άλλων:
«Ποιος ήταν πιο ευτυχισμένος από αυτήν την φυλή των αν­θρώπων; [εννοεί την πρωτόγονη κατάσταση της κοινωνίας]. Τότε απολαβαίνανε όλοι εξίσου τα κοινά πλούτη. Δεν ήταν πραγματικά πλούσιοι οι άνθρωποι αυτοί που ανάμεσα τους δεν υπήρχε ούτε ένας φτωχός; Μα άμα εμφανίστηκε η απλη­στία τα έχασαν όλα θέλοντας να βάλουν κάτι στην μπάντα για να το κάνουν προσωπική ιδιοκτησία. Ακόμα κι αν ο άνθρω­πος θέλει να διορθώσει το κακό και να αντικαταστήσει αυτά που έχασε, να διώξει τον γείτονά του αγοράζοντας την γη του ή χρησιμοποιώντας την βία, να μεγαλώσει τα χτήματα του τό­σο όσο να απλώνονται σε ολόκληρες επαρχίες που χρειάζον­ται μέρες πολλές για να τις περάσει κανείς, πάνε όλα αυτά χαμένα γιατί ποτέ δεν θα μπορέσει να μας ξαναφέρει εκεί απ' όπου ξεκινήσαμε... Τον παλιό καιρό οι άνθρωποι δεν ήξε­ραν ούτε την αφθονία ούτε την στέρηση. Όλα τα αγαθά τα μοιράζονταν ειρηνικά αναμεταξύ τους. Ο δυνατότερος δεν είχε ακόμα βάλει χέρι πάνω στον αδύνατο. Ο καθένας φρόν­τιζε για τον γείτονά του σαν τον εαυτό του» (Επιστολ. 90).

Τέτοιες ειδυλλιακές οικογενειακές στιγμές ανήκαν πλέον στο παρελθόν.
 (Πηγή εικόνας:mythagogia.blogspot.gr)

Ο Βεργίλιος, ξανά, στα «Γεωργικά» του περιγράφει τα χρόνια που βασίλευε ο Κρόνος κι όλα ήταν καλά: «Γεωργοί την γη δεν όργωναν πριν κυριαρχήσει (ο Δίας), και μήτε καν δεν έκριναν σωστό να σημαδεύουν τους κάμπους ή με τέρμονες να τους αποχωρίζουν. Το χρήσιμο για το κοινό καθένας εζητούσε. Κι ενώ δεν γύρευε κανείς, η ίδια η γη τα πάντα έδινε προθυμότατα… (Ι. 125-128).
Ο ίδιος στα «Βουκολικά» του χαιρετίζει ξανά την Παρθένα που θα στείλει την νέα γενιά για να ξαναστηθεί πάλι η βασιλεία του Κρόνου: «Jam redit et Virgo, redeunt Saturnia regna, Jam nova progenies caelo demittitur alto» (IV. 6-7).
Θα κουράσουμε λίγο τους αναγνώστες, αλλά νομίζω ότι αξίζει τον κόπο να δημοσιεύσουμε μία περικοπή από την περίφημη αισθητική μελέτη «Περί ύψους»:
 «…Για την φιλοχρηματία θέλω να πω, με την οποία όλοι μας βαριά είμαστε αρρωστημένοι και την ηδονομανία που μας κάνει σκλάβους της, ή για να πω καλύτερα μας ρίχνει στην άβυσ­σο όπου χάνεται κάθε προκοπή. Και δεν υπάρχει αρρώστια που να ταπεινώνει τον άνθρωπο πιο πολύ από την τσιγγου­νιά ούτε να τον εξευτελίζει πιο πολύ από την φιληδονία. Δεν μπορώ λοιπόν να καταλάβω πώς είναι δυνατό, μια τόσο με­γάλη τιμή δώσαμε ή πιο σωστά θεσπίσαμε τον υπερβολικό πλούτο, να μην παραδεχτούμε ότι μαζί μ' αυτόν μπαίνουν όλα τα συνακόλουθα κακά στην ψυχή μας. Γιατί στον άμετρο κι ακόλαστο πλούτο ακολουθεί σφιχτά δεμένη και περπατεί αντάμα η σπάταλη πολυτέλεια, και σαν εκείνος ανοίξει την εμπατή των πόλεων και των σπιτιών, ανεβαίνει κι αυτή εκεί και συζούν. Κι όταν έτσι μείνουν πολύ καιρό μαζί, κλωσσιάζουν, όπως λένε οι σοφοί, κι αμέσως πια, μόλις φτάσουν στην ώρα να κάνουν πουλιά, γεννούν την αλαζονεία και την ακαταδεξία και το ξεφάντωμα, παιδιά τους νόθα όχι, μα πολύ γνήσια. Κι αν κανένας τα γεννήματα αυτά του πλούτου τ' α­φήσει να 'ρθουν σε ηλικία, θα γεννήσουν κι εκείνα μες στις ψυχές τύραννους σκληρούς, την αυθάδεια, την παρανομία και την αναισχυντία... Αλλά έτσι και τέτοιοι που καταντή­σαμε δε μας αξίζει να είμαστε δούλοι πιο πολύ παρά ελεύθε­ροι; Γιατί πια οι επιβουλές για τ' αγαθά των συνανθρώπων μας, άμα ξαπολυθούν σαν από σίδερα ελευθερωμένα θεριά, θα κατακλύσουν μανιασμένες όλο τον κόσμο με δυστυχίες. Κι εντελώς εξευτελιστικό πράμα είναι η αναμελιά με την ο­ποία γεννιούνται οι τωρινοί άνθρωποι και η οποία, αν εξαι­ρέσεις λίγους, όλους μας δέρνει και δε ζητούμε διόλου τίποτα να κοπιάσουμε· και δεν θα ελευθερωθούμε απ' την αναμελιά αυτή, παρά μονάχα όταν είναι ν' απολαύσουμε έπαινο ή ηδο­νή κι όχι μια ωφέλεια, ένα διάφορο έντιμο κι αξιοζήλευτοι» (Περί ύψους, 44, 6-11).
Ο φιλόσοφος Δημώνας τα βάζει με τους «συναδέλφους» του φιλοσόφους που καταπιάνονταν με την έρευνα προβλημάτων μεταφυσικών και αδιαφορούσαν για την πολιτικοκοινωνική κατάσταση (Στοβ. Εκλογ. ΙΙ, 1).
Ο Σενέκας (ο πατέρας του φιλόσοφου) μνημονεύει το παράπονο ενός μικροαγρότη, που ένας πλούσιος γείτονας του του έκοψε τα δέντρα από το χτήμα του και του έκαψε την καλύβα. Και ο ποιητής Οράτιος σε μία Ωδή του κατακρίνει τους μεγαλοϊδιοκτήτες που άρπαζαν τα κτήματα των μικρογεωργών: «Άνθρωπε άπληστε, σε βλέπουνε κάθε μέρα να βγάζεις τα σύνορα των γειτονικών σου χωραφιών και να πηδάς πάνω απ’ τα ορόσημα του μικροκαλλιεργητή. Διωγμένοι από σένα η γυναίκα κι ο άντρας της καθώς και τα μισόγυμνα παιδιά τους, παίρνουν τους πατρώους θεούς στην αγκαλιά τους και φεύγουν» (Ωδή ΙΙ, 18.24-30).
Ο Πλούταρχος στην βιογραφία του Τιβέριου Γράκχου μας δίνει πολύτιμες πληροφορίες:

                          (Πηγή εικόνας:www.myfilm.gr)
«Οι Ρωμαίοι, όση γη των γειτόνων τους την παίρνανε σε πό­λεμο, ένα μέρος της το πουλούσαν και το άλλο το έπαιρνε το κράτος και το έδινε στους ακτήμονες και φτωχούς πολίτες, μοιράζοντας τη γη σ' αυτούς, δίνοντας στο δημόσιο μικρό φόρο. Επειδή όμως οι πλούσιοι (πού κυβερνούσαν) αύξαιναν τους φόρους και με τον τρόπο αυτό έβγαζαν τους φτω­χούς από τις κρατικές γαίες που καλλιεργούσαν, βγήκε νό­μος να μην επιτρέπεται σε κανένα να έχει παραπάνω από πεν­τακόσια πλέθρα γης. Και λίγο μεν καιρό βάσταξε αυτός ο νόμος κι έτσι σταμάτησε την πλεονεξία των πλούσιων και βοήθησε την φτωχολογιά, που έμεινε στη γη που είχε νοι­κιάσει από το δημόσιο και νέμονταν ο καθένας το μερδικό του. Σε λίγο όμως οι πλούσιοι γαιοκτήμονες που ήταν γειτόνοι μ' αυτούς, τα κατάφεραν με διάφορα μέσα να πάρουν αυτά τα χτήματα και να τα νέμονται. Διωγμένοι από τα δη­μόσια αγροχτήματα οι φτωχοί που μόνο για τις εκστρατείες ήταν πρόθυμοι, αμελούσαν να τρέφουν τα παιδιά τους κι έ­τσι γρήγορα όλη η Ιταλία κατάντησε να μην έχει ελεύθερους πολίτες και γέμισε από κοπάδια βαρβάρων που οι πιο πολλοί απ' αυτούς καλλιεργούσαν τη γη διώχνοντας απ' τα χτήμα­τα τους πολίτες» (Τιβ. Γράκχος, 8).
Οι περιγραφές αυτές είναι τόσο γλαφυρές και τόσο παραστατικές, ώστε από μόνες τους δίνουν μία ολοκληρωμένη εικόνα της κατάστασης στην οποία είχε περιέλθει η κοινωνία στα χρόνια της παρακμής της άλλοτε κοσμοκράτορας αυτοκρατορίας. Δεν ήταν, όμως, παραπάνω από κραυγές αγωνίες μερικών ποιητών και στοχαστών για τον κατήφορο που είχε πάρει η κοινωνία της εποχής εκείνης. Θετικές προτάσεις για ριζική μεταρρύθμιση δεν έκανε κανένας, και άμα βρίσκονταν πολιτικός ή λαϊκός ηγέτης που αγωνίζονταν για πλατύτερες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις σκοτώνονταν, όπως συνέβη με τους Γράκχους. Η αγροτική αριστοκρατία, η πλουτοκρατία και η ολιγαρχία των αστικών κέντρων ήταν παντοδύναμες γιατί είχαν την κρατική μηχανή στα χέρια τους και μπορούσαν με την βία και την τρομοκρατία να καταστέλνουν τέτοιου είδους κινήσεις, που έβλαπταν τα συμφέροντά τους. Όταν δε αντιλήφθηκαν ότι δεν κινδύνευαν από τα μέσα συνέχισαν τους ξέφρενους ρυθμούς της μανίας του κέρδους, της πλουτομανίας, του ατομικισμού, της ακολασίας, καθώς και το «ευγενές» άθλημα του γδαρσίματος των λαϊκών μαζών.
                            (Πηγή εικόνας:eagainst.com) 
Όσο όμως κι αν ήταν παθητικοποιημένες οι μάζες έρχονταν στιγμές που δεν άντεχαν. Μεγάλες κοινωνικές, αλλά και εθνικές, καθώς και εξεγέρσεις των δούλων, με πιο γνωστή αυτήν του Σπάρτακου, σημειώθηκαν. Τον ίδιο πάνω-κάτω χρόνο (133 π.Χ.) που ο Γάιος Γράκχος έμπαινε επικεφαλής των μικροαγροτών και του δήμου, ζητώντας αναδασμό της γης και σβήσιμο των χρεών, στην Πέργαμο ξέσπασε μεγάλη λαϊκή επανάσταση με επικεφαλής τον Αριστόνικο, που λίγο έλειψε ν’ ανάψει λαϊκή πυρκαγιά σ’ όλη την Μ. Ασία γιατί στρέφονταν ενάντια στους ξένους και ντόπιους εκμεταλλευτές και γιατί πραγματοποίησε την συμμαχία των λαϊκών μαζών και των δούλων. Το 86 π.Χ., στην Ασία πάλι, ο Μιθριδάτης, κήρυξε πόλεμο εναντίον της Ρώμης με το σύνθημα «ξεσκλάβωμα των ρωμαίων χωρικών από τα χρέη τους», και στην αρχή πέρασε σαν απελευθερωτής των σκλαβωμένων από την Ρώμη λαών.
Οι δούλοι στην Σικελία και αλλού πήραν τα όπλα και αγωνίστηκαν να σπάσουν τις αλυσίδες της σκλαβιάς τους.

6000 αιχμάλωτοι του στρατού του Σπάρτακου σταυρώθηκαν κατά μήκος της Αππίας οδού. (Πηγή εικόνας:http---ellinon-anava.pblogs.gr)

Όλα αυτά, όμως, τα κινήματα πνίγηκαν στο αίμα. Έτσι όταν είδαν και απόειδαν οι καταπιεζόμενες μάζες και οι σκλαβωμένοι λαοί ότι δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα με την ρωμαϊκή εξουσία και τα αφεντικά τους, κυριεύτηκαν από απαισιοδοξία και έρριξαν όλες τις ελπίδες τους σε κάποια ανώτερη δύναμη, σε κάποιον Σωτήρα-Λυτρωτή.

Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι τα latifundia δεν ήταν, όπως πιστεύουν ωρισμένοι, η αιτία της πτώσης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Υπερσυγκέντρωση γης παρατηρήθηκε και σε άλλες ιστορικές περιόδους χωρίς αυτό να έχει βλαπτικές συνέπειες για την κοινωνία. Τα μεγαλοτσιφλίκια ήταν, όπως είδαμε, το αποτέλεσμα και όχι η αιτία. Εκείνο που προκάλεσε την πτώση του αρχαίου κόσμου ήταν ο θεσμός της δουλείας. Αν και στην αρχή ευνόησε την παραγωγή και την οικονομία, στο τέλος αποδείχθηκε καταστροφικός. Κι αυτό γιατί έπαιξε αρνητικό ρόλο στην τεχνική εξέλιξη, εμπόδισε την δημιουργία και ανάπτυξη νέων παραγωγικών σχέσεων, και γιατί απαθλίωσε μεγάλες λαϊκές μάζες. Οι προλετάριοι και γενικά οι καταπιεζόμενοι δεν μπορούσαν στα χρόνια εκείνα να παίξουν ιστορικό ρόλο, να γίνουν δηλαδή οι φορείς μιας ριζικής κοινωνικής αλλαγής, γιατί από τις αντικειμενικές συνθήκες βρέθηκαν έξω από την παραγωγή, κατάντησαν μία εξωπαραγωγική, παρασιτική μάζα, η οποία αδυνατούσε να δώσει τέλος στο σάπιο, διεφθαρμένο και εκφυλισμένο καθεστώς της ρωμαϊκής πλουτοκρατίας.

Ούτε και οι επιθέσεις των βαρβαρικών φυλών, όπως ωρισμένοι πιστεύουν, κατέλυσαν την αυτοκρατορία. Οι επιθέσεις αυτές ήταν το αποτέλεσμα του αδυνατίσματος της αυτοκρατορίας που οφείλονταν σε συγκεκριμένα αίτια, μια αποδυνάμωση που άνοιξε την όρεξη στους «βάρβαρους». Όταν μία αυτοκρατορία πατάει γερά στα πόδια της δεν έχει να φοβηθεί από κανένα εξωτερικό κίνδυνο. Όταν, όμως, από εσωτερικά αίτια καταβαραθρώνεται, τότε έρχονται οι βάρβαροι. Είναι κι αυτοί μία λύση. Στην περίπτωση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας την λύση στον αργό, βασανιστικό της θάνατο την έδωσε ένα τοπικό εθνικοκοινωνικό κίνημα, το οποίο ξεκίνησε από την άσημη επαρχία της Ιουδαίας, και το οποίο μόλις πέρασε τα σύνορα της Παλαιστίνης μετεξελίχθηκε σε πολιτικοθρησκευτικό σύστημα, το οποίο απλώθηκε σ’ ολόκληρη την ασπαίρουσα ρωμαϊκή αυτοκρατορία.



ΚΥΡΙΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Γιάνης Κορδάτος. Ιησούς Χριστός και Χριστιανισμός. Τόμος Α, εκδ. Μπουκουμάνη, 1975.
Edward Gibbon. Η παρακμή και η πτώση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Εκδ. Γαβριηλίδης, 2001.


1 σχόλιο: