Πέμπτη 24 Απριλίου 2014

Ρωμαϊκή αυτοκρατορία: κοινωνική διαφθορά και ηθικός ξεπεσμός.

Στο προηγούμενο άρθρο αναφερθήκαμε στα αίτια της πτώσης της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και περιγράψαμε την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η αυτοκρατορία  τις τελευταίες ημέρες της ζωής της, λίγο πριν την εμφάνιση του Χριστιανισμού. Η βασική αιτία της παρακμής της, όπως είπαμε, ήταν ο θεσμός της δουλείας. Κι αυτό γιατί ο θεσμός αυτός εμπόδισε την παραπέρα εξέλιξη της οικονομίας, δρώντας ανασταλτικά στην ανάπτυξη νέων παραγωγικών σχέσεων, καθώς και γιατί οδήγησε στην εξαθλίωση ευρέα λαϊκά στρώματα (μικροαγρότες, μικροβιοτέχνες, τεχνίτες, χειροτέχνες κ.λ.π.). Η κρίση, όμως, δεν ήταν μόνον οικονομική. Ήταν πολύπλευρη. Ολόκληρο το εποικοδόμημα έτριζε συθέμελα. Η πτώση της τεράστιας αυτής αυτοκρατορίας ήταν πλέον αναπόφευκτη. Απλά καθυστέρησε και δεν έγινε ξαφνικά και απότομα γιατί έλειπε η τάξη εκείνη, η οποία θα αναλάμβανε τον ιστορικό ρόλο να γκρεμίσει την άρχουσα τάξη και να δώσει ένα τέλος στην άγρια εκμετάλλευση την οποία υφίσταντο οι λαϊκές μάζες. Οι λαϊκές μάζες, που είχαν μείνει πλέον άνεργες, στην ουσία ήταν όχλος, μία τάξη εκ των πραγμάτων εξωπαραγωγική, παρασιτική, δουλόφρων, υποταγμένη, που το μόνο που ζητούσε ήταν «άρτος και θεάματα» και κάπου-κάπου πίεζε τους πλούσιους να τους δώσουν ένα ξεροκόμματο παραπάνω, δηλαδή λίγο παραπάνω μερτικό από την απλήρωτη εργασία των δούλων, την οποία τσέπωνε η πλουτοκρατία. Η τοκογλυφία είχε γίνει κοινωνική μάστιγα, και οι φόροι, η δεκάτη, τα χαράτσια γονάτιζαν όσους ακόμη είχαν δουλειά, στέλνοντας νέους ανέργους στην ήδη υπάρχουσα στρατιά ανέργων ή ακόμη χειρότερα οδηγώντας τους δανειολήπτες που αδυνατούσαν να αποπληρώσουν τα δάνειά τους, στο καθεστώς της δουλείας. Η απόγνωση των εξαθλιωμένων τους οδήγησε αρκετές φορές σε στασιαστικά κινήματα. Τα κινήματα, όμως, αυτά δεν είχαν στόχο την ανατροπή του καθεστώτος των πατρικίων και των μεγαλοϊδιοκτητών, αλλά περισσότερο, όπως είπαμε, ήταν μια μορφή πίεσης πάνω στην άρχουσα τάξη προκειμένου να τους δώσουν κάτι παραπάνω. Από τους κοινωνικοοικονομικούς όρους της εποχής εκείνης είχε σχηματιστεί μία ψυχολογία συμβιβασμού με την κυρίαρχη τάξη. Το προλεταριάτο προτιμούσε την συμφιλίωση από την επανάσταση. Την εύνοια και την γενναιοδωρία των ισχυρών και των πλούσιων από τον αγώνα των δρόμων. Αυτό, βέβαια, όπως άλλωστε όλα τα πράγματα, δεν ήτανε τυχαίο. Το ξεχαρβάλωμα της αυτοκρατορίας είχε ήδη αρχίσει και ήταν γενικό. Η διοικητική παραλυσία, η κοινωνική διαφθορά και ο ηθικός ξεπεσμός δεν είχαν το προηγούμενο τους στην παγκόσμια ιστορία. Η ηθική κατάπτωση έφερε την απελπισία. Και η απελπισία την παθητικότητα. Ο χρόνος πλέον κυλούσε αντίστροφα για την πάλαι ποτέ πανίσχυρη αυτοκρατορία.
 Η ηθική κατρακύλα ήταν πλέον έκδηλη στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, στην αριστοκρατία της ρωμαϊκής κοινωνίας, μηδέ των αυτοκρατόρων εξαιρουμένων. Το αντίθετο μάλιστα, αυτοί πρώτοι έδιναν το παράδειγμα.
Ο γνωστός και «ένδοξος» στρατηγός και αυτοκράτορας Ιούλιος Καίσαρ διατηρούσε χαρέμια γυναικών στο παλάτι του. Δεν του έφτανε, όμως, μόνον αυτό. Θέλησε να φτιάξει νόμο για να μπορεί να παίρνει όποια γυναίκα του γυάλιζε, με την δικαιολογία ότι έπρεπε να «διαιωνίσει την δοξασμένη και αθάνατη γενιά του». Πριν γίνει αυτοκράτορας διατηρούσε ερωτικές σχέσεις με τον βασιλιά της Βυθινίας Νικόδημο, με τόσο προκλητικό τρόπο, ώστε η σχέση αυτή ήταν ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της εποχής του. Και να σκεφτεί κανείς ότι η ομοφυλοφιλία δεν ξένιζε τους ανθρώπους της εποχής εκείνης, καθώς οι κάθε είδους σεξουαλικές διαστροφές ήταν ευρέως διαδεδομένες στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Ωρισμένοι, μάλιστα, ιστορικοί θεωρούν ότι η τόσο διαδεδομένη ομοφυλοφιλία ήταν ένας από τους λόγους της υπογεννητικότητας και της μείωσης του πληθυσμού που παρατηρήθηκε τα χρόνια εκείνα, και είχε πολύπλευρες συνέπειες.
Ο Τιβέριος, αφού οργίασε στα νιάτα του, στα γηρατειά του μάζεψε στο παλάτι του τα πιο όμορφα κορίτσια και αγόρια, τα οποία και ανάγκαζε να κάνουν ολόγδυτα μπροστά του λιτανείες, προσπαθώντας έτσι να ξαναζωντανέψει την ερωτική του διάθεση.

                      (Πηγή εικόνας:www.madatoforos.com) 
Ο Αύγουστος είχε «θεϊκά» γούστα. Είχε διαλέξει δώδεκα άρχοντες και αρχόντισσες που παρίσταναν ο καθένας τους και η καθεμία από έναν θεό ή θεά του Ολύμπου, και επιδίδονταν σε όργια μαζί τους.
Ο Καλιγούλας είχε προτίμηση στα ομορφόπαιδα. Οι ερωτικές του σχέσεις με τον Λέπιδο και τον Μαέστο είχαν αφήσει εποχή. Ωστόσο, δεν ξεχνούσε και τις όμορφες γυναίκες, μηδέ της αδελφής του Αγριππίνας εξαιρουμένης, η οποία ήταν και η πιο ευνοούμενη ερωμένη του.
Ο Νέρωνας είχε ιδιαίτερη προτίμηση στα όμορφα παιδιά και είχε παντρευτεί με όλους τους τύπους έναν ευνούχο. Παράλληλα είχε κι ένα χαρέμι γυναικών στο παλάτι του, αλλά δεν άφηνε και τους αυλικούς του παραπονεμένους.
Η πασίγνωστη Μεσσαλίνα, σύζυγος του αυτοκράτορα Κλαύδιου, η πιο γνωστή πόρνη της ιστορίας, όχι μόνον παραδίδονταν στους αυλικούς και στους δούλους της, αλλά πήγαινε στο Forum και στα καπηλειά και διάλεγε επιβήτορες εραστές, από τους οποίους απαιτούσε και έπαιρνε αμοιβή!
 Ο Κόμμοδος είχε διαλέξει 300 γυναίκες και άλλους τόσους όμορφους νέους άνδρες και οργίαζε φανερά μαζί τους. Ο Αδριανός άφησε κι αυτός εποχή. Ο νέος Αντίνοος από την Ασία, ήταν «η επίσημη ερωμένη του».
Η αριστοκρατία ακολουθούσε κατά πόδες τους αυτοκράτορες. Οι ακολασίες τους και τα όργια τους έμειναν στην ιστορία. Οι Μεσσαλίνες δεν βρίσκονταν μόνον στα παλάτια των αυτοκρατόρων αλλά σχεδόν σε όλα τα αρχοντόσπιτα των ευγενών. Οι οποίοι με πάθος επιδίδονταν σε κάθε είδους σεξουαλική διαστροφή που μπορεί να βάλει ο νους του ανθρώπου. Ταυτόχρονα διατηρούσαν χαρέμια από όμορφες σκλάβες. 
                (Πηγή εικόνας:www.mixanitouxronou.gr) 
Τα έκφυλα όργια των «ευγενών» επάνω στα αγορασμένα κορμιά των δυστυχισμένων αυτών γυναικών θα έκαναν και τον μαρκήσιο ντε Σαντ να κοκκινίσει από ντροπή. Οι σκλάβοι δεν ήταν άνθρωποι, ούτε καν ζώα, ήταν res, πράγμα, και τα αφεντικά τους μπορούσαν να τους κάνουν ό,τι ήθελαν. Άλλωστε για μία μεγάλη περίοδο μπορούσαν να βρουν πολλούς άλλους καινούριους σκλάβους και σκλάβες, και μάλιστα σε πολύ χαμηλή τιμή. Όταν ήθελαν να προσφέρουν θυσίες στους θεούς προτιμούσαν να θυσιάζουν δούλους και όχι γελάδια όπως τον παλιό καιρό, γιατί τα γελάδια κόστιζαν περισσότερο από τους δούλους. Ο Οκτάβιος διέταξε να σφάξουν στον βωμό του Καίσαρα 300 δούλους (Σουετώνιος, Οκτάβιος 15). Ο Πομπήιος πάλι διέταξε να ρίξουν στη θάλασσα πολλούς δούλους για θυσία στον Ποσειδώνα (Δίων Κάσσιος 48). Όταν αυτοκράτορας ήταν ο Αδριανός θυσιάζονταν κάθε χρόνο από ένας δούλος στον βωμό του Δία (Λακτάντιος div. instit. I 21). Η έκφυλη άρχουσα τάξη είχε μετατρέψει ακόμη και τις θρησκευτικές τελετές σε αισχρές διασκεδάσεις και σε ανήκουστα όργια.
Τα γεύματα των πλούσιων έμειναν ονομαστά στην ιστορία. Την ώρα που ο λαός πένονταν ή φυτοζωούσε, οι ίδιοι μπορούσαν να έχουν στα τραπέζια τους και του πουλιού το γάλα από όλα τα μέρη της αυτοκρατορίας. Περιγράφεται, μάλιστα, ότι στα σπίτια τους είχαν διαρρυθμίσει έτσι τις τραπεζαρίες ώστε να αλλάζει η διακόσμηση κάθε φορά που άλλαζε το πιάτο που σερβίρονταν. Μετά παίρνανε εμετικά για να μπορούν να ξαναφάνε. Ο Ορτήνσιος είχε τόσο πλούτο κρασιού ώστε πότιζε τα δέντρα του κήπου του με κρασί. Ο πασίγνωστος Λούκουλος είχε στους κήπους του λίμνες γεμάτες από ψάρια. Τα γεύματα του έμειναν ως τα σήμερα ξακουστά. Ξεπερνούσαν ακόμη και τα αυτοκρατορικά. Στο αρχοντικό του έτρεφε στρατιές από τις ωραιότερες σκλάβες, αλλά και δούλους πολλούς, τους οποίους έσφαζε και τους έριχνε τροφή στα ψάρια των λιμνών του!
Όποια λέξη κι αν χρησιμοποιήσει κανείς για να περιγράψει τον ξεπεσμό της εποχής φαίνεται μικρή. Εξαντλημένοι μετά από τόσες παραλυσίες έπεφταν στην αποχαύνωση. -Vanitas vanitarum vanitas, μονολογούσαν. Πολλοί μπουχτισμένοι από τις τέτοιου είδους διασκεδάσεις και απ’ αυτόν τον τρόπο ζωής αυτοκτονούσαν. Άλλοι πάλι, σωματικά και ψυχικά ράκη, ήλπιζαν, λαχταρούσαν μία ανώτερη και καινούρια ζωή. Κανένας τους όμως δεν σκέφτηκε ότι η νέα αυτή ζωή έπρεπε να στηρίζεται στην παραγωγική εργασία, στην δημιουργία την χειρωνακτική και την πνευματική. Όλοι τους περιφρονούσαν τις κάθε είδους εργασίες, τις οποίες θεωρούσαν άξιες μόνο για τους δούλους, και ξαναζητούσαν την ευτυχία στις ατέλειωτες, αλλά αδιέξοδες διασκεδάσεις. Βέβαια, υπήρχαν ωρισμένοι που ένιωθαν ντροπή για όσα γίνονταν γύρω τους, ακόμη και για τους σκλάβους αισθάνονταν οίκτο. Αυτοί, όμως, ήταν πολύ λίγοι για να επηρεάσουν τα πράγματα.
      Οι Ρωμαίοι σατιρικοί ποιητές Ιουβενάλης και Πέρσιος παρ’ όλη την τρομοκρατία της εποχής τους περιγράφουν με τα μελανότερα χρώματα την κοινωνική διαφθορά και την εξαχρείωση που έβλεπαν ολόγυρά τους. Ο Σενέκας γράφει πως η εποχή του ήταν εποχή εγκλημάτων. Γινότανε μάλιστα συναγωνισμός ποιος θα πρωτοκάνει τα περισσότερο και τα πιο πρωτότυπα κακουργήματα (Σενέκα De ira II 8 και Επιστολ. 95). Ο Πλαύτος περιγράφει με τρόπο παραστατικό τον κοινωνικό βούρκο της εποχής του:
«Εκείνος που θέλει να ανταμώσει επίορκο, τον παραπέμπω στον Κομέτιο, εκείνος που θέλει να βρει ψεύτη ή ψωροφαντασμένο, ας πάει στο ιερό της Κλοακίνας. Πλούσιους και άσωτους συζύγους θα τους βρείτε στην βασιλική Στοά. Εκεί θα βρείτε να γίνονται παιδικές ασέλγειες κι ακόμα εκείνους που κάνουν για δαύτες συμφωνίες. Όσοι πάλι οργανώνουν διασκεδάσεις με εράνους βρίσκονται στα ψαράδικα. Στο κάτω μέρος του Φόρουμ κοπροσκυλιάζουν οι πλούσιοι και οι παραλήδες …, οι ξετσίπωτοι, οι φαφλατάδες, οι κακόψυχοι βρίσκονται στο επάνω μέρος της λίμνης … Κάτω από τα παλιά εργαστήρια βρίσκονται οι τοκογλύφοι και οι χρεωφειλέτες … Οι παραλήδες και άσωτοι σύζυγοι (βρίσκονται) στον οίκο της Οππίας της Λευκαδίτισσας … (σημ. διάσημη μαστρωπός της εποχής)» (Πλαύτου, Curculio, 476 και πρ.).

  Ο ηθικός ξεπεσμός, όμως, δεν περιορίζονταν μόνον στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις. Έφτανε ως τον πάτο της κοινωνίας. Οι κατώτερες τάξεις με την σειρά τους έκαναν ό,τι μπορούσαν, στο μέτρο των δυνατοτήτων τους, προκειμένου κι αυτές να αναριχηθούν στην κλίμακα της ανηθικότητας και του εκφυλισμού. Ο θεσμός του γάμου είχε ξεχαρβαλωθεί, οι οικογένειες είχαν διαλυθεί, η κοινογαμία είχε γενικευθεί, οι άνδρες αλήτευαν, και οι γυναίκες το είχαν ρίξει στην πορνεία, η οποία είχε πάρει διαστάσεις ανεξέλεγκτες. Οι μανάδες  τα παιδιά που γεννούσαν ή τα πουλούσαν ή τα σκότωναν ή τα πετούσαν στον δρόμο. Το φαινόμενο των εγκαταλειμμένων νόθων παιδιών, που περιφέρονταν στους δρόμους και έπεφταν θύματα διαφόρων επιτήδειων, είχε πάρει τέτοιες διαστάσεις ώστε το κράτος αναγκάστηκε κάποια στιγμή να πάρει μέτρα για την προστασία τους.
    Η ανηθικότητα και τα όργια, όμως, έχουν κι αυτά τα όριά τους. Μπουχτισμένοι κι αυτοί απ’ αυτόν τον αδιέξοδο τρόπο ζωής και βλέποντας τις μεμονωμένες και ασυντόνιστες εξεγέρσεις τους, τις οποίες περιστασιακά πραγματοποιούσαν, όπως αναφέραμε στην αρχή του άρθρου, να αποτυχαίνουν, εναπόθεσαν κι αυτοί τις ελπίδες τους για μία άλλη, διαφορετική ζωή σε μία υπερφυσική δύναμη, τον Σωτήρα – Λυτρωτή, το Παιδί της Παρθένου, το οποίο υμνεί στις «Εκλογές» του ο Βεργίλιος (βλ. «Ρωμαϊκή αυτοκρατορία: η παρακμή», δημοσίευση Απριλίου). Το οποίο παιδί θα τους έφερνε πίσω στην εποχή της κοινοκτημοσύνης, τότε που όλα ήταν κοινά, οι άνθρωποι στήριζαν ο ένας τον άλλο, και ήταν όλοι ευτυχισμένοι. Οι προσδοκίες αυτές, αυτή η συγκεκριμένη ψυχολογία των λαϊκών μαζών και μερίδας της αριστοκρατίας βοήθησαν πολύ την εξάπλωση του Χριστιανισμού. Ο εξωπαλαιστινιακός μεσογειακός Χριστιανισμός υπόσχονταν σε όσους πίστευαν σ’ αυτόν μία μετά θάνατο καλύτερη ζωή. Σ’ ετούτη την ζωή, που ο Χριστιανισμός δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να αλλάξει, θα έπρεπε να κάνουν υπομονή και καρτερικά να δέχονται τα μαρτύριά τους. Η επίδραση του στωϊκισμού είναι φανερή, και γενικά η συνεχώς πιο έκδηλη συντηρητικοποίηση του μεσογειακού Χριστιανισμού, με την προσχώρηση σ’ αυτόν και των ανώτερων στρωμάτων, τον αντιδιέστειλε και τον έφερε σε ευθεία αντίθεση και σύγκρουση με τον ορθόδοξο ιουδαϊκό μεσσιανικό Χριστιανισμό της Παλαιστίνης. Ωστόσο και οι δύο, ο δεύτερος μέχρι το τέλος του, καθώς μέχρι το τέλος του διατήρησε τον προλεταριακό του χαρακτήρα, υιοθέτησαν και εφάρμοσαν ένα σύστημα κοινοκτημοσύνης στα μέσα κατανάλωσης για τα μέλη των πρώτων Χριστιανικών Εκκλησιών (αγάπες, αλληλοϋποστήριξη, αλληλεγγύη κ.λ.π.). Οι ψυχικά και σωματικά πεινασμένες μάζες βρήκαν αποκούμπι στον Χριστιανισμό, και έτσι εξηγείται η εξάπλωσή του σ’ ολόκληρη την ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ταυτόχρονα ο Χριστιανισμός, προκειμένου να αντιδιασταλεί από τον αρχαίο κόσμο, υιοθέτησε μία ηθική, η οποία ήταν η αντιηθική της ηθικής του αρχαίου κόσμου της παρακμής, την σε όλους μας γνωστή ηθική του Χριστιανισμού. Πολύ σωστά, ωρισμένοι ιστορικοί (Bebel, Κορδάτος) σημειώνουν ότι η κοινωνική σαπίλα της εποχής εκείνης χρησίμευσε σαν λίπασμα για την ανάπτυξη του Χριστιανισμού. Μόνο που το λίπασμα της τότε εποχής ήταν η κοπριά και το δέντρο που φύτρωσε σε τέτοιο υλικό δεν απέδωσε τους καρπούς που υπόσχονταν. Παρά τις μεγαλοστομίες του ο Χριστιανισμός, 2000 χρόνια μετά την γέννηση του, όχι μόνον δεν έλυσε κανένα από τα προβλήματα τα οποία είχε υποσχεθεί ότι θα λύσει, αλλά οδήγησε σε πνευματικό Αλτζχάϊμερ εκατομμύρια ανθρώπους στον πλανήτη.


(Η συγγραφή του παρόντος άρθρου στηρίχτηκε στα αντίστοιχα κεφάλαια του βιβλίου του Γιάνη Κορδάτου «Αρχαίες θρησκείες και Χριστιανισμός», εκδ. Μπουκουμάνη, 1973).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου