Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

Ρωμαϊκή αυτοκρατορία: οι θρησκείες στα χρόνια της παρακμής.

Καθώς η αυτοκρατορία απλώνονταν, μαζί με τα «εθνικά» έπεφταν και τα θρησκευτικά σύνορα. Οι τόποι λατρείας, οι οποίοι παλιότερα προορίζονταν αποκλειστικά και μόνον για τους κατοίκους της πόλεως στην οποία λατρεύονταν οι συγκεκριμένοι θεοί, τώρα πλέον ήταν ανοικτοί και για κάθε αλλόθρησκο που θα ήθελε να τους επισκεφτεί. Τα Ελληνικά μαντεία δέχονταν επισκέπτες από όλα τα σημεία της αυτοκρατορίας. Η Άρτεμις και η Παλλάδα Αθηνά το ίδιο. Οι Συριακές θεότητες ήταν συμφιλιωμένες με τις ρωμαϊκές και τις ελληνικές. Και η Κυβέλη δεν απαγόρευε στους ναούς της τους οπαδούς ξένης θρησκείας. Ακόμη και ο Γιαχβέ επέτρεπε στους «ειδωλολάτρες» να μπαίνουν στον Ναό και στις Συναγωγές. Οι «εθνικοί» θεοί είχαν χάσει πια την τοπική τους σημασία. Από τα στενά όρια του άστεως βρέθηκαν στο επίκεντρο μιας μεγάλης αυτοκρατορίας. Οι  βωμοί και τα αγάλματα τους στήθηκαν δίπλα στους βωμούς και στα αγάλματα του Δία του καπιτωλίνου και των άλλων θεών των Ρωμαίων. Οι Λατίνοι θεοί φάνηκαν καλοί οικοδεσπότες και καλοδέχτηκαν τους «συναδέλφους» τους. Η ανεξιθρησκεία, άλλωστε, ήταν ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του αρχαίου κόσμου.
Με το ανακάτεμα των λαών παρατηρήθηκε ανάμειξη ή και συγχώνευση δοξασιών, ακόμη και λατρευτικών τύπων, διαφορετικών θρησκειών. Ο συγκρητισμός αυτός είχε σαν αποτέλεσμα αφ’ ενός μεν να χάσουν ένα μεγάλο μέρος από την πρωτύτερη τους αίγλη οι παλιοί θεοί και αφ’ ετέρου να δημιουργηθεί στους απλούς ανθρώπους η όχι και τόσο εσφαλμένη αντίληψη ότι πάνω-κάτω όλες οι θρησκείες τα ίδια λένε. Και αφού λένε τα ίδια γιατί να υπάρχουν τόσες πολλές θρησκείες; Μία δεν έφτανε; Και μετά, γιατί να υπάρχουν τόσοι πολλοί θεοί; Ένας δεν ήταν αρκετός; Το πρώτο ρήγμα στο τείχος του πολυθεϊσμού είχε γίνει. Η θεοποίηση των αυτοκρατόρων ήταν ένα ακόμη βήμα για το παραπέρα ταρακούνημα του πολυθεϊσμού. Μεθυσμένοι από τις νίκες τους οι αυτοκράτορες αυτοανακηρύχθηκαν θεοί και απαίτησαν να λατρεύονται ως θεοί. Οι βωμοί και τα αγάλματα τους στήθηκαν δίπλα στους βωμούς και στα αγάλματα των βεριτάμπλ θεών. Και επειδή το χέρι των αυτοκρατόρων ήταν πιο κοντά από τα χέρια των υπόλοιπων θεών, οι νεόκοποι αυτοί θεοί λατρεύτηκαν πιο πολύ από τους υπόλοιπους. Η αριστοκρατία στήριξε την κίνηση αυτή των αυτοκρατόρων. Οι νικηφόροι πόλεμοι τους οποίους χωρίς σταματημό διεξήγαγαν οι αυτοκράτορες αύξαιναν όλο και περισσότερο την περιουσία τους και την δύναμή τους.
Παρά την ύπαρξη, όμως, τόσων θεοτήτων το θρησκευτικό συναίσθημα είχε πέσει πολύ χαμηλά. Η κρίση η οποία είχε χτυπήσει την αυτοκρατορία τους τελευταίους αιώνες της ζωής της και είχε γίνει πιο έκδηλη λίγες δεκαετίες πριν από την εμφάνιση του Χριστιανισμού, δεν ήταν μόνον οικονομική και κοινωνική, όπως αναλυτικά έχουμε περιγράψει στα δυο προηγούμενα άρθρα (δημοσιεύσεις Απριλίου). Ήταν κρίση πολύπλευρη. Σιγά-σιγά κλονιζότανε και κατέρρεε ολόκληρο το εποικοδόμημα: οι τέχνες, οι επιστήμες, τα γράμματα, τα ήθη, τα έθιμα. Και φυσικά απ’ έξω δεν μπορούσε να μείνει η θρησκεία, ένα διαχρονικά σημαντικό δομικό στοιχείο του εποικοδομήματος.
Η θρησκευτική χαλαρότητα, η οποία παρατηρήθηκε στα χρόνια της παρακμής, αφορούσε όλες τις κοινωνικές ομάδες. Ήταν, όμως, κι αυτή, πιο έκδηλη στα ανώτερα στρώματα. Οι άρχοντες, οι ευγενείς, ακόμη και οι αυτοκράτορες, αν και προς τα έξω έβγαιναν με την μάσκα του θρησκευόμενου, στις ιδιωτικές τους συζητήσεις κορόιδευαν την θρησκεία και έλεγαν χοντρά καλαμπούρια σε βάρος των θεών (Κικέρων: Pro Flacco, 28). Ο Οράτιος δεν δίσταζε να δηλώσει στον Αύγουστο ότι ήταν ένας πέρα για πέρα άθεος. Ο Λουκρήτιος δεν έκρυβε την «ασέβεια» του, και ο Έννιος όχι μόνον μετέφρασε την «Ιερή Αναγραφή» του Έλληνα αρχιάθεου Ευήμερου, αλλά και ανοικτά προπαγάνδιζε την αθεΐα και σατίριζε την θρησκεία και τους θεούς (Κικέρων: Περί ανθρ. φύσ. Ι 42).
Ο Σκαιβόλας διέκρινε τους θεούς σε τρεις κατηγορίες: στους θεούς των φιλοσόφων, στους θεούς των πολιτικών και στους θεούς των ποιητών. Οι ποιητές, έλεγε, είναι αλαφροΐσκιωτοι, πετούν στους αιθέρες, γι’ αυτό οι θεοί τους είναι πλάσματα της φαντασίας. Οι θεοί των φιλοσόφων είναι αληθινοί, αλλά επειδή οι φιλόσοφοι τα λένε μπερδεμένα και δυσνόητα για τον απλό λαό, γι’ αυτό και οι θεοί τους είναι το ίδιο δυσνόητοι για τους πολλούς, και καλά θα κάνουν να μην τους παίρνουν υπ’ όψιν τους. Οι θεοί που μηχανεύονται οι πολιτικοί είναι οι καλύτεροι, γιατί οι πολιτικοί μιλάνε την γλώσσα του λαού, και οι θεοί τους είναι αυτοί που μόνον ταιριάζουν με την πραγματικότητα, δηλαδή με την διανοητική κατάσταση του λαού, και αυτοί συνεπώς πρέπει να λογαριάζονται ως επίσημοι και παραδεκτοί (Αυγουστίνος, de civit. Dei IV 27 και VI 2). Με άλλα λόγια ο Σκαιβόλας παραδέχονταν πως η θρησκεία ήταν ένα ψέμα και πως οι θεοί ήταν κατασκευάσματα της ανθρώπινης φαντασίας. Ως εδώ, όμως. Δεν προχωρούσε στην κατάλυση τους ούτε στην κατάλυση της θρησκείας. Όπως και ο Κριτίας, αναγνώριζε τον αποκοιμιστικό ρόλο της θρησκείας επάνω στις μάζες και την θεωρούσε ένα αναγκαίο χαλινάρι προκειμένου να κρατιέται ο λαός τιθασευμένος και να μην υπάρχει «αναρχία».
Ο αυτοκράτορας Αντωνίνος Ηλιογάβαλος (218-222), οπαδός και ίσως και ιερέας της θρησκείας των Σύρων, προχώρησε ακόμη πιο πέρα. Με διάταγμα θέλησε να καταργήσει κάθε είδος λατρείας και να επιβάλλει τον δικό του θεό. Η απόπειρα αυτή του Ηλιογάβαλου δείχνει πόσο χαμηλά είχε πέσει το θρησκευτικό συναίσθημα. Ένας αυτοκράτορας που από τον θεσμικό του ρόλο ήταν υποχρεωμένος να διαφυλάττει την πατρώα θρησκεία γινότανε ο καταλυτής της. Ταυτόχρονα δείχνει πόσο βαθειά είχε ριζώσει η ιδέα του μονοθεϊσμού.
Η άρχουσα τάξη στην αρχή ανέχτηκε την αντιθρησκευτική κίνηση. Όταν όμως η αθεΐα και η αθρησκεία άρχισαν να παίρνουν μεγάλες διαστάσεις θορυβήθηκαν. Η θρησκεία ήταν (και είναι) το θεμέλιο του καθεστώτος. Συνεπώς οποιαδήποτε αμφισβήτηση της ισοδυναμούσε με αμφισβήτηση του πολιτεύματος και της εξουσίας τους. Το ότι βέβαια και αυτοί οι ίδιοι ήταν εξίσου άθεοι και άθρησκοι δεν έπαιζε κανένα ρόλο. Είπαμε, αυτοί ήταν η εξουσία. Και η εξουσία μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Πήραν, λοιπόν, μια σειρά από μέτρα με την ελπίδα να συμμαζέψουν το αθεΐστικο κίνημα. Ο Πόρκιος Κάτων, ως κήνσωρας, δεν δίστασε να εξορίσει και να δημεύσει τις περιουσίες του Έλληνα φιλόσοφου Καρνεάδη και του περιπατητικού Κριτόλαου, αν και ήταν πολύ δημοφιλείς, γιατί με τις διδασκαλίες τους έσπερναν το «μικρόβιο» της αμφισβήτησης των θεών και της αθεΐας. Στα χρόνια του Τιβέριου οι διώξεις γενικεύτηκαν. Οι πατρίκιοι, όλοι οι εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης προβάλλανε απέναντι στον μπαμπούλα της αθεΐας το «δημόσιο συμφέρον», «το συμφέρον της πολιτείας», δηλαδή σε τελική ανάλυση το δικό τους συμφέρον. «Χάριν αυτού του συμφέροντος, έλεγαν, πρέπει να σταματήσει κάθε αντιθρησκευτική εκδήλωση» (Βαλέριος Μάξιμος Α΄, Τάκιτου «Χρονικά» ΧΙ 15, Πλίνιου Επιστολ. Χ 97). Η συντριπτική πλειοψηφία των διανοουμένων πήγε με το μέρος της θρησκευτικής αντίδρασης. Πολλοί απ’ αυτούς με το αζημίωτο. Ο Βαλέριος Μάξιμος, λόγιος μέτριος και άσημος, έμεινε στην ιστορία σαν ένα τέτοιο παράδειγμα κατ’ επάγγελμα θρησκευόμενου.
Το αντιθρησκευτικό κίνημα, όμως, δεν σταμάτησε. Με διατάγματα και αστυνομικά μέτρα ό,τι έχει βαθειές ρίζες μέσα στην κοινωνία, ό,τι ανταποκρίνεται στους αντικειμενικούς όρους της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου, δεν πολεμιέται και δεν εξαφανίζεται. Η Ιστορία έχει κι αυτή την δικιά της νομοτέλεια. Σιγά-σιγά σ’ ολόκληρη την αυτοκρατορία μια βαθειά θρησκευτική αλλαγή συντελούντανε. Οι «πατρώοι» θεοί και οι «εθνικοί» θεοί είχαν ξεπέσει στην συνείδηση των μαζών αλλά και των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Η αυτοκρατορία δεν είχε πια την ανάγκη τους. Οι θεοί αυτοί ανήκανε στο μακρινό παρελθόν όταν η Ρώμη ήταν ένα άστυ, όπως η Αθήνα, η Κόρινθος, η Σπάρτη, το Άργος και τόσες άλλες πόλεις. Οι θεοί που παλιότερα πίστευαν οι Ρωμαίοι μπορεί να ταιριάζανε για την Ιταλία, για μια κοσμοκρατορία, όμως ήταν πολύ μικροί. Η Ρώμη τώρα ήταν η πρωτεύουσα μιας μεγάλης αυτοκρατορίας. Ο ρόλος της πλέον ήταν διεθνικός. Οι κοινωνικοοικονομικοί όροι είχαν αλλάξει. Και σε κάθε τέτοια αλλαγή, μετά από κάθε νέα ιστορική περίοδο, η θρησκεία και η λατρεία του ή των θεών παίρνει νέο περιεχόμενο. Αυτό πάντοτε γινότανε. Και θα γίνεται κάθε φορά που η Ιστορία αλλάζει σελίδα. Όχι κατ’ ανάγκη πάντοτε προς το καλύτερο. Μέσα σ’ αυτήν την τεράστια αυτοκρατορία, μέσα στην ατμόσφαιρα του κοσμοπολιτισμού, οι «εθνικοί» θεοί έμοιαζαν με φαντάσματα του παρελθόντος. Ο πολυθεϊσμός σαν ιδέα και σαν θρησκευτικό συναίσθημα συνεχώς υποχωρούσε, ενώ ο μονοθεϊσμός κέρδιζε έδαφος. Το διάταγμα του Ηλιογάβαλου απ’ αυτήν την σκοπιά ειδωμένο αποκτάει νόημα. Η θεοποίηση των αυτοκρατόρων θα μπορούσε, ως ένα μεγάλο βαθμό, να θεωρηθεί σαν η πρώτη μονοθεϊστική απόπειρα. Και ο Απολλώνιος ο Τυαννεύς, ο οποίος προσπάθησε να ενώσει όλες τις θρησκείες σε μία, με πιο ζωηρά τα ανατολίτικα θρησκευτικά στοιχεία, ουσιαστικά άνοιγε τον δρόμο για την νέα θρησκεία.

                 (Πηγή εικόνας:www.phoenician.org) 
Η φιλοσοφία δεν έμεινε ξεκομμένη από τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες, οι οποίες είχαν διαμορφωθεί στην αυτοκρατορία. Το κυρίαρχο φιλοσοφικό ρεύμα ήταν ο στωϊκισμός. Βασικό αντικείμενο του στωϊκισμού ήταν η εξέλιξη του ηθικού νόμου. Συμφωνούσε με τον πλατωνισμό πως υπήρχε κάποια δύναμη ανώτερη, πιο πάνω από το άτομο, που μπορεί να σμπρώξει τους ανθρώπους να κάνουν το ένα ή το άλλο, που τους φέρνει ηδονή ή πόνο ή και τον θάνατο, αλλά στον ηθικό νόμο δεν έβλεπε να ενεργεί κάποια υπερφυσική δύναμη. Τον εξηγούσε ως φυσικό προϊόν. Η αρετή γεννιέται από την γνώση της φύσης, η μακαριότητα επίσης είναι εύκολη και δυνατή στον άνθρωπο αν ο άνθρωπος ενεργεί σύμφωνα με τις φυσικές δυνάμεις. Η έρευνα, όμως, των φυσικών δυνάμεων δεν είναι σκοπός αλλά μέσον για την απόκτηση της αρετής. Με άλλα λόγια ο στωϊκισμός παραδέχονταν μια αρχική θεϊκή δύναμη από την οποία κατάγεται η ανθρωπότητα. Η αρχική αυτή δύναμη (πυρ) είναι υλική, δεν υπάρχει έξω από την φύση, αλλά μέσα σ’ αυτήν. Η ψυχή δεν είναι αθάνατη, ζει όμως περισσότερο από το σώμα και στο τέλος κατατρώγεται από το αρχικό πυρ (Γιάνης Κορδάτος. Αρχαίες θρησκείες και Χριστιανισμός. Εκδ. Μπουκουμάνη).
Το βασικό δόγμα του στωϊκισμού ήταν το «μένε και κράτει». Δηλαδή συνιστούσαν υπομονή, εγκαρτέρηση, καμμία διαμαρτυρία σ’ όσες αναποδιές και άσχημες καταστάσεις κι αν τύχαιναν στους ανθρώπους. Δεν θα έπρεπε να υπάρχει καμμία αντίδραση σ’ όσα κακά, στραβά και ανάποδα θα συναντούσε στον δρόμο της ζωής του ο κάθε άνθρωπος. Απλώς έπρεπε να τα υπομένει. Με «στωϊκότητα». Το γνωμικό αυτό περικλείει όλη την φιλοσοφία των στωϊκών. Ήταν το πολιτικό τους δόγμα. Με άλλα λόγια δικαιολογούσαν την κοινωνική εξαθλίωση. Ο Χριστιανισμός υιοθέτησε και εφάρμοσε πέρα για πέρα αυτό το δόγμα όταν άρχισε να γίνεται συντηρητικός (Παυλιανισμός)  και να δέχεται στις οργανώσεις του οπαδούς από την μέση και την ανώτερη τάξη. Και το άλλο γνωμικό των στωϊκών  «ομολογουμένως τή φύσει ζην», αν και φαίνεται να έχει ομοιότητα με τα επικούρεια δόγματα, εν τούτοις είναι το ίδιο με το «μένε και κράτει». Η έννοια του είναι ότι πρέπει να ζούμε όπως μας ώρισε η Φύση, η μοίρα μας, το γραφτό μας. Άρα δεν πρέπει να αντιστεκόμαστε, να διαμαρτυρόμαστε για τις αντιξοότητες της ζωής, όπως τις  βίωναν στην καθημερινότητα τους οι εξαθλιωμένες μάζες. Η δεδομένη κοινωνική κατάσταση, κατά τους στωϊκούς, ήταν ένα φυσικό και αναπόφευκτο κακό. Οι τέτοιες αντιλήψεις εξυπηρετούσαν με το παραπάνω την κυρίαρχη τάξη, ενώ οδηγούσαν τις εξαθλιωμένες λαϊκές μάζες, στην παθητικότητα και στην μοιρολατρία. Ο στωϊκισμός μαζί με τον νεοπλατωνισμό είναι οι πρόδρομοι του Χριστιανισμού.
Οι Στωϊκοί στις πολιτικές τους ιδέες ήταν πολέμιοι του τοπικισμού. Κήρυτταν τον κοσμοπολιτισμό (μονοκρατισμό) και είχαν ταχθεί υπέρ του μονοθεϊσμού. Ο Πλούταρχος στο έργο του «περί Αλεξάνδρου τύχης» μας δίνει πολύτιμες πληροφορίες για τις βασικές αρχές του μονοθεϊσμού και του κοσμοπολιτισμού των στωϊκών. Σ’ ένα άλλο έργο του γράφει: «Μέσα σ’ αυτά (σημ. εννοεί τα σύνορα της αυτοκρατορίας) ας μην υπάρχουν εξόριστοι (πολιτικοί), ούτε ξένοι, ούτε αλλοδαποί, όπου η ίδια φωτιά, το ίδιο νερό, ο ίδιος ήλιος, το ίδιο φεγγάρι, οι ίδιοι νόμοι για όλους ας είναι… ένας δε βασιλέας και κυβερνήτης, ένας θεός, (χρειάζεται) έχοντας την γενική εξουσία σ’ όλα τα πράγματα» (Πλούταρχος, Περί φυγής 5). Ο Πλούταρχος στο απόσπασμα αυτό τα λέει ξεκάθαρα. Ένα κράτος, ένας νόμος, ένας κυβερνήτης, μία θρησκεία, ένας θεός. Σε συνθήκες κοσμοπολιτισμού από τους αντικειμενικούς όρους πάντοτε αναπτύσσονται τέτοιες αντιλήψεις. Αυτό να το κρατήσουμε καλά στο μυαλό μας. Η σημερινή εποχή δεν διαφέρει και πολύ από τους τότε καιρούς. Και οι σειρήνες της παγκοσμιοποίησης, εγχώριες και διεθνείς, ήδη μιλούν «για την ανάγκη μιας παγκόσμιας διακυβέρνησης». Για παγκόσμια θρησκεία δεν έχει γίνει ακόμη λόγος. Οι διαπρύσιοι κήρυκες της νέας τάξης μοιάζουν σ’ αυτό με τους «συναδέλφους» τους της άρχουσας τάξης της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στα χρόνια της παρακμής. Βγαίνουν προς τα έξω με την μάσκα του θρησκευόμενου. Του πιστού στις νυν υπάρχουσες θρησκείες. Το εορτολόγιο, όμως, της νέας θρησκείας, όπως έχουμε ξαναγράψει, ήδη γιορτάζεται. Μπροστά στα μάτια μας και κάτω από την μύτη μας. Οψόμεθα.
  (Πηγή εικόνας:hellenicrevenge.blogspot.com) 

      Οι ιδέες αυτές του πολιτικού και θρησκευτικού κοσμοπολιτισμού δεν ήταν γενικές. Αφορούσαν και περιορίζονταν στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Στα λαϊκά στρώματα όσο είχε ξεπέσει το παλιό θρησκευτικό συναίσθημα, άλλο τόσο είχαν ξαπλωθεί οι προλήψεις και οι δεισιδαιμονίες. Οι ξεπεσμένες μάζες μέσα στην απόγνωση και στην εξαθλίωσή τους, μιά που οι παλιές θεότητες δεν φαίνονταν τώρα ικανές να τους βοηθήσουν, στράφηκαν προς τους μάγους, τους θαυματοποιούς, τους διάφορους προφήτες, που έρχονταν από την Ανατολή, και ζητούσαν με αγωνία να μάθουν απ’ αυτούς για την αιτία της κατάντιας τους και για το πότε θα περάσουν τα βάσανά τους, για το πότε θα αλλάξει η κατάσταση. Ο εξαθλιωμένος όχλος της Μεσογείου και της Μ. Ασίας, ακόμη κι αυτά τα μεσαία στρώματα, που αντικρύζανε κάθε τόσο την δυστυχία, είχαν την ίδια ψυχολογία. Έχοντας χάσει κάθε ελπίδα για την βελτίωση της ζωής τους, για ένα καλύτερο, ανθρωπινότερο αύριο, στηριζόμενοι στις δικές τους δυνάμεις, εναπόθεσαν τις ελπίδες τους σε κάποια υπερφυσική δύναμη, σ’ έναν Σωτήρα – Λυτρωτή, ο οποίος θα έδινε ένα τέλος στην μιζέρια που βίωναν. Οι μάζες ήταν ψυχολογικά και ιδεολογικά έτοιμες να δεχτούν αυτό που θα τους πρόσφερνε λίγα χρόνια αργότερα ο Απόστολος των Εθνών και οι άλλοι προπαγανδιστές του εξωπαλαιστινιακού Χριστιανισμού.
    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου