Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2016

Αριστοτέλης και Κοπεγχάγη.


Σε προηγούμενες δημοσιεύσεις αναφερθήκαμε κατ’ επανάληψη στις έννοιες του δυνάμει και του ενεργεία. Δυο έννοιες, οι οποίες βοηθούν στην κατανόηση σημαντικών φαινομένων του μικρόκοσμου, και κυρίως των φαινομένων του μετασχηματισμού των κβαντικών συστημάτων. Οι έννοιες αυτές προέρχονται από την Αριστοτελική φιλοσοφία (1). Ασφαλώς εδώ δεν πρόκειται να αναπτύξουμε το φιλοσοφικό σύστημα του μεγάλου αυτού φιλόσοφου. Θα περιοριστούμε σ’ αυτές τις δυο έννοιες και στο πώς τις αντιλαμβάνεται και τις χρησιμοποίησε η Σχολή της Κοπεγχάγης (Σ.Κ.).
Βασικές οντολογικές κατηγορίες στην φιλοσοφία του Αριστοτέλη είναι οι έννοιες της δυνατότητας και της πραγματικότητας, οι οποίες και εκφράζουν στιγμές ή όψεις του φυσικού γίγνεσθαι (η ύλη, άμορφη καθεαυτή, πραγματώνει, χάρη στην εντελέχεια, μορφές στην εξελικτική πορεία της αυτοανάπτυξής της) (2). Περίπου 24 αιώνες αργότερα, οι Bohr, Heisenberg, Fock και άλλα μέλη της Σχολής της Κοπεγχάγης επεχείρησαν να ενσωματώσουν την έννοια της δυνατότητας (potentia) στην ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής. Αλλά ο Αριστοτέλης και η Σ.Κ. δεν έδωσαν το ίδιο περιεχόμενο σ’ αυτές τις κατηγορίες.
Ο Αριστοτέλης είναι ρεαλιστής με την σύγχρονη επιστημολογική έννοια του όρου. «Θα ήταν γελοίο», γράφει, «να επιχειρήσουμε να αποδείξουμε ότι η φύση υπάρχει. επειδή είναι φανερό ότι υπάρχουν πολλά φυσικά όντα. Και το να αποδεικνύει κανείς το φανερό μ’ εκείνο που δεν είναι προφανές, σημαίνει ότι δεν μπορεί να ξεχωρίσει εκείνο που είναι αφ’ εαυτού γνώσιμο από εκείνο που δεν είναι» (Αριστοτέλης, Φυσικά, 193a)(3). Η Φύση, κατά τον Αριστοτέλη, είναι «αρχή κινήσεως και αλλαγής». Η αλλαγή συνίσταται στην γένεση νέων μορφών: στην μετάβαση από την δυνάμει στην ενεργεία ύπαρξη, όπου το πραγματικό αποτελεί μέτρον του δυνάμει. Ο Αριστοτέλης επεξεργάστηκε μία διαλεκτική – δυναμική αντίληψη των σχέσεων ανάμεσα στο δυνάμει και στο ενεργεία. Το δυνάμει πραγματώνεται σε καθωρισμένες συνθήκες. Έτσι, αυτό που δεν υπάρχει μπορεί να υπάρξει, αλλά κανένα από τα αδύνατα δεν μπορεί να γίνει πραγματικό. Επιπλέον η ρεαλιστική οντολογία του Αριστοτέλη είναι αιτιοκρατική: η αιτία νοείται ως το ενδογενές στοιχείο από το οποίο γεννιέται ένα πράγμα.
Η ερμηνεία της Κοπεγχάγης αντιφάσκει με τις αρχές της Αριστοτελικής φιλοσοφίας. Κατά τον Niels Bohr δεν υπάρχει κβαντικός κόσμος, αλλά μόνον μία αφηρημένη κβαντομηχανική περιγραφή. Κατά τον Heisenberg, επίσης, τα στοιχειώδη σωμάτια δεν είναι πραγματικά: αποτελούν μάλλον έναν κόσμο δυναμικοτήτων ή δυνατοτήτων, παρά έναν κόσμο γεγονότων: «Αν επιχειρήσουμε», γράφει ο Heisenberg, «να εισδύσουμε πίσω από την μακροσκοπική πραγματικότητα στις λεπτομέρειες των ατομικών συμβάντων, τότε το περίγραμμα αυτού του «αντικειμενικά υπαρκτού» κόσμου διαλύεται, όχι στην ομίχλη μιας νέας αλλά ακόμα ασαφούς ιδέας για την πραγματικότητα, αλλά στην διάφανη καθαρότητα μιας μαθηματικής, της οποίας οι νόμοι διέπουν το δυνατό, όχι το πραγματικό» (W. Heisenberg, Physics and Philosophy, Allen and Unwin, 1968, σ. 159). O Heisenberg επιχειρεί να ανακαλύψει το πραγματικό πίσω από την φυσική πραγματικότητα. Όπως ο Πυθαγόρας και ο Πλάτων, ατενίζει πίσω από την φυσική πραγματικότητα την διαφάνεια των μαθηματικών: των καθαρών μορφών. Αλλά στον Πλατωνικό κόσμο οι σχέσεις ανάμεσα στο δυνάμει και στο ενεργεία είναι ακατανόητες, αν όχι αδύνατες. Η φιλοσοφία τελικά του Heisenberg προσεγγίζει περισσότερο την φιλοσοφία του Πλάτωνα παρά την φιλοσοφία του Αριστοτέλη.
   (Πηγή εικόνας:https://feltor.wordpress.com)  
  
Ο Αριστοτέλης αποκαθιστά μία γενετική σχέση ανάμεσα στο δυνάμει και στο ενεργεία. Ο Heisenberg θεωρεί το δυνατό τυπική άρνηση του πραγματικού. Κατά τον Αριστοτέλη, το πέρασμα από το δυνατό στο πραγματικό είναι μία αιτιακά καθωρισμένη διαδικασία. Κατά τον Heisenberg και τον Bohr, η Φύση επιλέγει ελεύθερα ανάμεσα στις διάφορες δυνατότητες. Έτσι, κατά την άποψη τους, ένα άτομο έχει την δυνατότητα να επιλέξει ελεύθερα ανάμεσα στις διάφορες δυνατές καταστάσεις. Κατά τον Αριστοτέλη υπάρχει μία σαφής διάκριση ανάμεσα στο υποκείμενο και στο αντικείμενο. Κατά τον Bohr είναι δύσκολο να διακρίνουμε ανάμεσα σ’ αυτούς τους δυο όρους.
Ωστόσο, ο Bohr, ειδικά προς το τέλος της ζωής του, είχε ωρισμένες ήπιες ρεαλιστικές και διαλεκτικές διαισθήσεις. Επί πλέον, οι Fock και Rosenfeld προσπάθησαν να αποκαταστήσουν μία διαλεκτική ανάμεσα στο δυνατό και στο πραγματικό. Κατά τον Fock η κυματοσυνάρτηση αντιπροσωπεύει το «δυνάμει δυνατό», και η πιθανότητα είναι ένα «αριθμητικό μέτρο του δυνάμει δυνατού». Εντούτοις, η κυρίαρχη τάση της Σ.Κ. ήταν αντιρεαλιστική και αντιαιτιοκρατική. Η υποκειμενική και οριακά σολιψιστική θεωρία της μέτρησης απεικονίζει την αδυναμία αυτής της Σχολής να συλλάβει τις γενετικές σχέσεις ανάμεσα στο δυνάμει και στο ενεργεία, ανάμεσα στο δυνατό και στο πραγματικό. Η Σχολή αυτή μυστικοποίησε τα φαινόμενα μετασχηματισμού των μικροφυσικών συστημάτων, και έφτασε σε τραγικά αδιέξοδα στην περίπτωση της κβαντικής μέτρησης (βλ. σημείωση 13 του άρθρου «Κατά παρέγκλιση κίνηση και σύγχρονη Φυσική. Μέρος Β΄.», δημοσίευση Ιανουάριος 2014). Στον κόσμο της ορθόδοξης ερμηνείας, έναν κόσμο απολυτοποιημένων αντιθέσεων, οι διαδικασίες, οι ενδιάμεσες μορφές, τα περάσματα από το δυνατό στο πραγματικό δεν έχουν δικαίωμα ύπαρξης. Η Ορθόδοξη Σχολή αγνοεί τις κατηγορίες της ποιότητας και της ποιοτικής μεταβολής. Ορθώνει, έτσι, ένα αξεπέραστο επιστημολογικό εμπόδιο για την κατανόηση της μετάβασης από το δυνάμει στο ενεργεία.
Κατά τον Heisenberg το «κύμα πιθανότητας» αντιπροσωπεύει μία τάση προς κάτι. Είναι «ένα παράδοξο είδος φυσικής πραγματικότητας, στο μέσον του δρόμου ανάμεσα στην δυνατότητα και στην πραγματικότητα» (W. Heisenberg, Physics and Philosophy). Η αντίθεση ανάμεσα στο δυνάμει και στο πραγματικό είναι προφανής. Αλλά ο Heisenberg είναι ακόμη σαφέστερος: ένα στοιχειώδες σωμάτιο περιγράφεται από μία συνάρτηση πιθανότητας. Ο Heisenberg, έτσι, αρνείται ακόμη και την ιδιότητα του όντος στον ένοικο του μικρόκοσμου. Γι’ αυτόν το μικροσωμάτιο είναι μία δυνατότητα προς το είναι ή μία τάση προς το είναι. Η επέκταση της οντολογίας του υλισμού και στην ατομική κλίμακα είναι για τον Γερμανό φυσικό «αδύνατη». Η έννοια του δυνάμει γι’ αυτόν έχει αντιρεαλιστικό νόημα: χάνει τον δυναμικό της χαρακτήρα και γίνεται τυπική, χωρίς συγκεκριμένο περιεχόμενο. Εντούτοις, το πραγματωμένο, το ενεργεία, αποτελεί μέτρο του δυνάμει, όπως το είχε προαισθανθεί ο Αριστοτέλης. Το δυνάμει ως προς μία κατάσταση, είναι ενεργεία ως προς μία κατάσταση διαφορετική. Η έννοια του δυνάμει είναι σχετική: αφορά την σχέση ανάμεσα σε δυο στιγμές του όντος. Ο Heisenberg, έτσι, έρχεται σ’ ευθεία αντίθεση με την οντολογία του Αριστοτέλη. Αυτές, όμως, δεν ήταν μόνον του Heisenberg αντιλήψεις. Τέτοιες θέσεις διατυπώθηκαν και από άλλα διακεκριμένα στελέχη της Σχολής της Κοπεγχάγης. Όλοι αυτοί, με πρώτο και καλύτερο τον αδιαμφισβήτητο αρχηγέτη της Σχολής αυτής, τoν Niels Bohr, διαμόρφωσαν μία ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής, η οποία διακρίνεται για τον αφηρημένο φορμαλισμό της, ο οποίος διευκολύνει τον αντιρεαλισμό, για την αδυναμία της να περιγράψει διαδικασίες που πραγματοποιούνται μέσα στον χρόνο, για την αφηρημένη της αντίληψη για το σωμάτιο το οποίο ταυτίζεται με την προκβαντική έννοια της κυματοδέσμης, για την αδυναμία της να αντιληφθεί ότι μία βασική πράξη σ’ όλες τις επιστήμες, όπως είναι η πράξη της μέτρησης, είναι μία μη-γραμμική, μη-αντιστρεπτή, με χρονικό πάχος διαδικασία περάσματος από το δυνάμει στο ενεργεία, και όχι μία «αναγωγή» ή «προβολή» ή «φασματική ανάλυση» ή μία «κατάρρευση». Οι ισχυρισμοί τους, επομένως, είναι μία λογική συνέπεια και μία λογική ακολουθία της γενικώτερης ιδεολογίας τους. Η σύμφωνα με τις αντιλήψεις αυτές αποκοπή του δυνάμει από το ενεργεία ενισχύει ακόμη περισσότερο τον αντιρεαλισμό αυτής της ερμηνείας και γίνεται έτσι ακόμη πιο απόμακρη από την Αριστοτελική φιλοσοφία. Η φιλοσοφία του Σταγειρίτη είναι προσανατολισμένη προς το συγκεκριμένο: το τόδε τι. Η φύση νοείται ως ολότητα η οποία βρίσκεται σε μεταμόρφωση. Στο τυπικό σύμπαν της Σ.Κ., αντίθετα, οι γενετικές σχέσεις ανάμεσα στο δυνάμει και στο ενεργεία γίνονται, σε τελική ανάλυση, ακατανόητες. Οι μετασχηματισμοί δεν είναι διαδικασίες που πραγματοποιούνται στον χώρο και στον χρόνο. Είναι στιγμιαία «άλματα», ή δεν πραγματοποιούνται καθόλου. Επιπλέον, θεωρούνται ακαθόριστοι (δηλαδή μη αιτιοκρατημένοι), και έξω από τις δυνατότητές μας να τους ερμηνεύσουμε(4). Η πραγματικότητα της Σ.Κ. είναι σκιά της πραγματικότητας: ένας κόσμος που έχει εκκενωθεί από την υλικότητα του (νεοπλατωνισμός – ιδεαλισμός). Ο αντιρεαλισμός και ο αγνωστικισμός συνδέονται στενά στην κυρίαρχη ερμηνεία της κβαντικής μηχανικής. Η Σ.Κ. επέμεινε κυρίως στα φαινόμενα τα οποία συνδέονται με την «μέτρηση». Συγχέοντας στην συνέχεια την μέτρηση (αλληλεπίδραση ανάμεσα σε δυο φυσικά συστήματα) με την παρατήρηση, έκανε ακόμα πιο αδιαφανείς τις σχέσεις ανάμεσα στο δυνάμει και στο ενεργεία.
Η «λύση», την όποια προέκριναν οι von Neumann και Eugene Wigner στο «πρόβλημα» της κβαντικής μέτρησης με την εισαγωγή της «συνείδησης» του παρατηρητή στην ατέλειωτη αλυσίδα των μετρητικών συσκευών, προκειμένου να πετύχουν την αναγωγή της κυματοδέσμης και την λήψη του πολυπόθητου αποτελέσματος, δημιούργησε ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση όσον αφορά στην κατανόηση των θέσεων της συγκεκριμένης Σχολής. Έτσι, άλλοι μιλάνε για ασυνεχές και στιγμιαίο άλμα, άλλοι «αποδεικνύουν» ότι η αναγωγή πραγματοποιείται σε άπειρο χρόνο, άρα ότι είναι πρακτικά ανέφικτη, άλλοι μιλούν για αναίτιο φαινόμενο (αλλά η αιτία είναι φανερή: είναι η αλληλεπίδραση με το όργανο μέτρησης), κι άλλοι επιμένουν στον ανεξέλεγκτο και απρόβλεπτο χαρακτήρα της αλληλεπίδρασης (ωστόσο γενικά προβλέπεται η στατιστική κατανομή). Επίσης αναλύεται ο ακαθόριστος χαρακτήρας του φαινομένου (αλλά εδώ λειτουργεί, όπως έχουμε επανειλημμένα πει σε προηγούμενες δημοσιεύσεις, ο κβαντικός στατιστικός καθορισμός, η κβαντική στατιστική μορφή της αιτιοκρατίας). Ακόμη, έγινε και γίνεται λόγος για ελεύθερη επιλογή από την πλευρά της φύσης και για ελεύθερη βούληση των μικροσωματίων (ωστόσο υποστηρίζονται το μη-διαχωρίσιμο και οι ακαριαίες αλληλεπιδράσεις, που, όπως έχουμε αναλύσει στην προ-προηγούμενη δημοσίευση μας «Το παράδοξο EPR», αναιρούν και καταστρατηγούν την υποτιθέμενη ελεύθερη βούληση και την ελεύθερη επιλογή). Σε τελική ανάλυση πρόκειται για μία ερμηνεία γεμάτη οξύμωρα και αντιφάσεις, και όσον αφορά το θέμα το οποίο εξετάζουμε, η αντίληψη της Σχολής αυτής για τις σχέσεις δυνάμει-ενεργεία είναι στην αντίθετη κατεύθυνση σε σχέση με τις αντίστοιχες θέσεις της Αριστοτελικής φιλοσοφίας.
Συνεπώς, είναι προφανής η ανάγκη για μία μικροφυσική, η οποία θα είναι απαλλαγμένη από το πλάσμα της κυματοδέσμης, η οποία μικροφυσική θα μπορεί να περιγράφει μη-αντιστρεπτές διαδικασίες, να περιγράφει και να ερμηνεύει ποιοτικούς μετασχηματισμούς, περάσματα από το δυνάμει στο ενεργεία. Τα περάσματα αυτά δεν γίνονται εική και ως έτυχε. Ανάμεσα στο δυνάμει και στο πραγματωμένο οι σχέσεις δεν είναι ασαφείς. Διέπονται από ακριβείς νόμους και κανόνες επιλογής. Στις περιπτώσεις που επιτρέπονται συμβαίνουν πάντοτε ποιοτικοί μετασχηματισμοί. Κατά την διάρκεια αυτών των φαινομένων υπάρχουν μεγέθη που διατηρούνται και άλλα που εξαφανίζονται, ή διατηρούνται μόνο σε ωρισμένες περιπτώσεις, και πάντοτε σχεδόν με μορφή αντιθετικών ζευγών. Υπάρχουν επίσης μεγέθη που πραγματώνονται: που αναδύονται από το βάθος του πραγματικού. Τέλος, ωρισμένα μεγέθη διατηρούνται σε δυνάμει κατάσταση, και επανεμφανίζονται όταν δημιουργηθούν οι κατάλληλες συνθήκες. Συνεπώς: «αυτό που αρχίζει δεν είναι ακόμα, και πλησιάζει το είναι» (Hegel). Κι αυτό που εξαφανίζεται, δεν μεταπίπτει στο Τίποτα: «Μηδέν τι εκ του μη όντος γίγνεσθαι, μηδέ εις το μη ον φθείρεσθαι» (Δημόκριτος).

  Αριστοτέλης 
Οι έννοιες, όμως, του δυνάμει και του ενεργεία δεν βρίσκουν εφαρμογή μόνον στο κβαντικό, αλλά και στο υποκβαντικό επίπεδο. Σύμφωνα με τις σύγχρονες αντιλήψεις το υποκβαντικό επίπεδο οργάνωσης της ύλης αποτελεί ωκεανό δυνάμει σωματιδίων, τα οποία, οιονεί από το πουθενά, αναδύονται στο κβαντικό επίπεδο ως ενεργεία σωματίδια. Έτσι στις αχανείς εκτάσεις του Σύμπαντος έχουμε δημιουργία ύλης από το «κενό»! (5).
Όσον αφορά την φυσική κατάσταση του κενού παραθέτουμε ωρισμένες από τις επισημάνσεις του Alzofon: «Μία σπουδαία συνιστώσα της θεωρίας των υποατομικών διεργασιών είναι η χρήση των δυνάμει διεργασιών, δηλαδή ενεργειακές καταστάσεις ενδιάμεσες, ανάμεσα στην αρχική και στην τελική κατάσταση ενός φυσικού συστήματος, και ως εκ τούτου, σε κατάσταση διακύμανσης. Οι ενδιάμεσες αυτές καταστάσεις είναι δυνατόν να συνίστανται από δημιουργία και εκμηδένιση φωτονίων και υποατομικών σωματίων. Η ύπαρξη τέτοιων ενδιάμεσων καταστάσεων δεν είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί εφόσον, π.χ., η κβαντική ηλεκτροδυναμική, η οποία χρησιμοποιεί τέτοιες διαδικασίες, επιτυγχάνει προβλέψεις οι οποίες είναι ανάμεσα στις πιο ακριβείς που έχουν επιτευχθεί ποτέ» (F.E. Alzofon, στο Physics Essays, 14, 2 (2001), σ. 144).
Τελικά, μετά από περίπου 2500 χρόνια η Αριστοτελική διαλεκτική του δυνάμει και του ενεργεία βρήκε εφαρμογή σε συγκεκριμένο επιστημονικό πεδίο, και μάλιστα επιστημονικό πεδίο αιχμής, αυτό της μικροφυσικής, μεταλλασσόμενη σε επιστημονική σχέση και αναγόμενη σε επιστημονική θεωρία.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ.
1) Ωστόσο, ήδη από τον 8ο αιώνα οι έννοιες αυτές αποτυπώνονται – κατά την αντίληψή μας – στους θεογονικούς μύθους των Ελλήνων (βλ. «Ησιόδου Θεογονία: μία άλλη οπτική», Μάρτιος 2014). Σε κάθε περίπτωση, από όσα τουλάχιστον μας είναι γνωστά, ο Αριστοτέλης είναι εκείνος ο οποίος επεξεργάστηκε και συστηματοποίησε αυτές τις δυο έννοιες, αναπτύσσοντας ταυτόχρονα την μεταξύ τους διαλεκτική σχέση.
2) Ο Αριστοτέλης δεν δέχεται κάποια αρχή προηγούμενη από την φύση. Δέχεται, βέβαια, κάποιο πρώτο κινούν, αλλά δεν δέχεται την ιδέα της δημιουργίας, μία ιδέα η οποία είναι τελείως ξένη στην Ελληνική σκέψη. Η φύση είναι αγέννητη και ο χρόνος άναρχος, επειδή η κίνηση υπάρχει ανέκαθεν. Αλλά η πραγμάτωση όλο και ανώτερων μορφών, καταλήγει στην τέλεια μορφή, που θα μπορούσε να είναι ο Θεός. Η αντίληψη αυτή βρίσκει το ανάλογο της στην κίνηση όπως την αντιλαμβάνεται ο Hegel, καθώς και στην κίνηση, σύμφωνα με τον Teilhard Chardin, η οποία κατευθύνεται στο σημείο Ωμέγα.
3) Ο Niels Bohr, παρά την βαθειά του μόρφωση, φαίνεται ότι ξέχασε αυτά τα απλά αλλά σοφά λόγια του Έλληνα φιλόσοφου.
4) Ωστόσο, οι εκπρόσωποι της Ρεαλιστικής Σχολής έδωσαν μία ορθολογική ερμηνεία πάνω στο συγκεκριμένο θέμα (βλ. σημ. 13 του άρθρου «Κατά παρέγκλιση κίνηση και σύγχρονη Φυσική. Μέρος Β΄.», Ιανουάριος 2014).
5) Το κενό της σημερινής Φυσικής και της Κοσμολογίας δεν είναι το κενό του Δημόκριτου και του Νεύτωνα. Δεν είναι το μη ον. Σειρά φαινομένων και υποθέσεων ενισχύουν την άποψη ότι το κενό είναι μέσον, ένα είδος ωκεανού, το οποίο αλληλεπιδρά με το κβαντικό επίπεδο, και από το οποίο αναδύονται σωμάτια στο κβαντικό επίπεδο και στους απέραντους χώρους του Σύμπαντος.
Ήδη, το 1928 ο Dirac θεώρησε το κενό όχι ως το «μη ον», αλλά ως μέσον με αρνητική ενέργεια και διατύπωσε την υπόθεση ότι, αν βομβαρδίσουμε το κενό με ισχυρά κβάντα ακτινοβολίας, από το κενό θα προκύψει ένα αρνητικό ηλεκτρόνιο και η «οπή» θα αντιστοιχεί σ’ ένα θετικό ηλεκτρόνιο (ποζιτρόνιο). Το ποζιτρόνιο ανακαλύφθηκε στην συνέχεια. Το 1947 οι Λαμπ και Ράδερφορντ διαπίστωσαν μία ελαφρά μετατόπιση του φάσματος του υδρογόνου. Η κβαντική ηλεκτροδυναμική ερμήνευσε αυτό το φαινόμενο ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης του ατόμου με το «κενό». Αυτόματη διάσπαση μικροσωματίων ερμηνεύτηκε επίσης ως συνέπεια της αλληλεπίδρασης του σωματίου με το κενό. Επίσης, μία ωρισμένη αύξηση της μαγνητικής ροπής του ηλεκτρονίου ερμηνεύθηκε ως συνέπεια της πόλωσης του κενού. Το κενό, γενικώτερα, πολώνεται στην γειτονία των μικροσωματίων, και κυρίως στην γειτονία βαρέων πυρήνων.
Τόσο η μικροφυσική όσο και οι πεδιακές θεωρίες και η Αστροφυσική συνηγορούν ότι το κενό είναι μέσον, ένα άλλο επίπεδο οργάνωσης της ύλης θα λέγαμε, φορέας ιδιοτήτων και δυνάμει σωματιδίων, τα οποία υπό κατάλληλες συνθήκες αναδύονται ως ενεργεία πλέον σωματίδια στο κβαντικό επίπεδο. Τα σωμάτια αυτά πιστεύεται ότι αλληλεπιδρούν με τα σωμάτια του κβαντικού επιπέδου καθορίζοντας εν πολλοίς την στοχαστική συμπεριφορά των τελευταίων. Κατά τον David Bohm το κενό περιέχει τεράστιες ποσότητες ενέργειας. Κατά τον H.E. Wilhelm το υπόστρωμα του κενού είναι φορέας των στοιχειωδών μορφών αλληλεπίδρασης, όπως η ηλεκτρομαγνητική, η βαρυτική, η πυρηνική. Τα βασικά αυτά πεδία υπάρχουν ως διεγέρσεις, ενώ τα στοιχειώδη σωμάτια είναι πιθανόν ατέλειες (defects) του υποστρώματος. Πειράματα φανερώνουν ότι το υπόστρωμα έχει φυσικές ιδιότητες, π.χ. μαγνητική διαπερατότητα, διηλεκτρική διαπερατότητα κλπ. Το υπόστρωμα φαίνεται ότι είναι υπερ-ρευστό (superfluid), δοθέντος ότι τα σωμάτια κινούνται στο κενό με υπερφωτεινές ταχύτητες, χωρίς να συναντούν δυνάμεις αντίστασης (H.E. Wilhelm, στο Frontiers of Fundamental Physics, M. Barone, F. Selleri (eds.), Plenum Press, 1994, σ. 1).
ΠΗΓΕΣ.
Ε. Μπιτσάκης. Ο νέος Επιστημονικός Ρεαλισμός. Φιλοσοφικές διερευνήσεις στον χώρο της μικροφυσικής. Εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1999.

Ε. Μπιτσάκης. Χώρος και Χρόνος. Η συνεχιζόμενη αναζήτηση. Εκδ. Άγρα, Αθήνα 2014.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου